μισόφιλος

Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A hating friends, Arist.Rh.Al.1442a13, An.Ox.2.290.

German (Pape)

[Seite 192] die Freunde hassend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόφῐλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς φίλους, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 290.

Greek Monolingual

μισόφιλος, -ον (Α)·, αυτός που μισεί τους φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φίλος (πρβλ. φιλό-φιλος)].

Russian (Dvoretsky)

μῑσόφῐλος: питающий отвращение к друзьям Arst.