Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιστιούχος
Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
ο ναυτ.σχοινί τεντωμένο κατάμήκος του ιστού πάνω στο οποίο προσδένεται στο ιστίο, κν. βαρδαβέλα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἱστίον+ -οῦχος (<ἔχω), πρβλ. ευνούχος, κλειδούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].