λαλητρίς

Revision as of 07:50, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A talker, prattler, AP5.236.7 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 9] ίδος, ἡ (fem. zu dem nicht vorkommenden λαλητής), die Schwätzerinn, χελιδόνες Agath. 12 (V, 237).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλητρίς: -ίδος, λάλος γυνή, φλύαρος, Ἀνθ. Π. 5. 237.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
babillarde.
Étymologie: λαλέω.

Greek Monolingual

λαλητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
φλύαρη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλητρίς, κληρωτρίς)].

Greek Monotonic

λᾰλητρίς: -ίδος, ἡ (λαλέω), ομιλητική γυναίκα, φλύαρη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰλητρίς: ίδος adj. f болтливая, щебечущая (χελιδόνες Anth.).

Middle Liddell

λᾰλητρίς, ίδος λαλέω
a talker, prattler, Anth.