ἰθυβόλος

Revision as of 07:55, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ον, A straight-hitting, ἀκόντιον Apollod.3.15.1: Sup. -ώτατος, ἀκοντιστής J.BJ1.21.13: metaph., sagacious, φύσις Dam.Isid.160.

German (Pape)

[Seite 1245] gerade treffend, ἀκόντιον Apolld. 3, 15; – ἰθύβολος, gerade getroffen?

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠβόλος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν βάλλων, κτυπῶν, ἀκόντιον Ἀπολλόδ. 3. 15· εὐθύς, Βυζ.

Greek Monolingual

ἰθυβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του
2. νοήμονος, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντοβόλος, πυροβόλος.