παντογόνος

Revision as of 13:15, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

English (LSJ)

ον, A all-generating, Μοῖραι Orac. ap. Phleg.37 J. (ποντο- ap.Zos.2.6).

German (Pape)

[Seite 463] allzeugend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντογόνος: -ον, ὁ τοὺς πάντας γεννῶν, Χρησμ. παρὰ Ζωσίμ. 2. 6 (Βεκκῆρ. ποντ-).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που. γεννά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. τερατογόνος.