πολυβόειος

Revision as of 13:20, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

English (LSJ)

ον, A covered with many oxhides: Ep. fem. πουλυβόεια Q.S.3.239 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 660] poet. πουλυβόειος, Qu. Sm. 3, 238, ἀσπίδα πουλυβοείαν, aus vielen Ochsenhäuten (βοεία) bestehend.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβόειος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν βοείων δερμάτων κεκαλυμμένος· Ἐπικ. θηλ. πουλυβόεια, ἀσπίδα πουλυβόειαν Κόϊντ. Σμ. 3. 329.

Greek Monolingual

-ον και επικ. τ. πολυβόειος, -εία, -ον, Α
καλυμμένος με πολλά δέρματα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βόειος (< βοῦς), πρβλ. αργιβόειος.