μοσχοτρόφος
English (LSJ)
ον, A rearing calves, PSI6.600 (iii B. C.), Hsch. s.v. τιθηνός: as substantive, PSI4.409.2 (iii B.C.), PCair.Zen.326.6 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 210] Kälber aufziehend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων μόσχους, Ἡσύχ. ἐν λ. τιθηνός.
Greek Monolingual
μοσχοτρόφος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιπποτρόφος, μηλοτρόφος].