ἀνατροπεύς

Revision as of 10:23, 11 September 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

έως, ὁ, A overturner, destroyer, τοῦ οἴκου Antipho2.2.2; τῆς νεότητος Plu.2.5b; subverter, τῶν ἐν ἀνθρώποις νομιζομένων D.Chr. 37.32.

German (Pape)

[Seite 212] ὁ, der Umwälzer, Zerstörer, οἴκου Antiph. II β 2; Plut. adv. St. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατροπεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνατρέπων, ὁ καταστροφεύς, τοῦ οἴκου Ἀντιφῶν 116. 28· τῆς νεότητος Πλούτ. 2. 5Β.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
destructeur ; fig. corrupteur.
Étymologie: ἀνατρέπω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
subvertidor τῶν ἐν ἀνθρώποις νομιζομένων Fauorin.Cor.32
gener. destructor τοῦ οἴκου Antipho 2.2.2, τῆς νεότητος Plu.2.5b.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατροπεύς: εως ὁ разрушитель (τῶν ἱσταμένων ἔν τινι λογισμῶν Plut.).