βοηθέω
English (LSJ)
(sts. written βοιηθέω, IG22.237 (iv B. C.), BGU1007.12 (iii B. C.)), Ion. βωθέω, only Hsch. βωθέοντες, not in Hdt. (but cf. Eust.812.59) or Hp., cf. A βοηθήσω Michel 12.15 (Erythrae, iv B. C.); Dor. βοᾱθοέω SIG421.27 (Thermon); Aeol.βαθόημι (q. v.):—Med., fut. A -ήσομαι Lib.Or.1.128:—come to aid, succour, assist, aid, c. dat., τῇ σφετέρῃ Hdt.1.82; τοῖσιν ἠδικημένοις E.IA79; πρὸς τοὺς αὑτῶν ψιλούς X.HG1.2.3; τινὶ ἀντία τινός Hdt.5.99; τινὶ πρὸς τὸ ἄναντες X.HG4.8.38; ναυσὶ β. τινί πολιορκουμένῳ ib.1.6.22; β. τοῖς φίλοις τὰ δίκαια Id.Mem.2.6.25; β. τοῖς τῶν προγόνων ἀτυχήμασιν Aeschin.3.169; β. τῷ λόγῳ Pl.Phd.88e; βοηθέω τῷ θεῷ = maintain his rights, Epist. Philipp. ap. D.18.157; β. τοῖς νόμοις Aeschin.1.33: c. dat. et acc., πατρὶ βοηθῶν θάνατον Pl.Lg.874c; of a physician, β. τῷ θερμῷ ἐπὶ τὸ ψυχρόν Hp.VM13: abs., Plu.Alex. 19. 2 abs., come to the rescue, Hdt.1.30, 7.158, A.Supp.613, etc.; β. παρά τινα Hdt.9.57; ἐπί τινα against one, Id.1.62, 4.125, Th.1.126, etc.; β. ἐς… Hdt.6.103; ἐπὶ… Th.3.97, 4.72; ἐπὶ τὰς ναῦς Id.8.11; ἐκεῖσε D.4.41; β. πρός τι contribute to an object, v. l. in Arist.EN1155a14, cf. Metaph.1079b16, or keep it off, Id.Resp.474b24, HA621a13; χρήμασι with money, Id.EN1130a19: Medic., βοηθεῖ πρὸς τὸ κώνειον = it is an antidote to conium Thphr.HP9.20.1; freq. in Dsc. as β. τοῖς φαγοῦσι 4.83. 3 Pass., to be assisted, receive help, παρά τινος Arist. Rh. 1383b28; βοηθήσομαι LXX Da.11.34, but βοηθηθήσομαι Is.44.2; ἐβοήθην ib.10.3, 2 Ch.26.15 (v.l. ἐβοηθήθην); ἵν' ὦ βεβοηθημένη PRyl.122.12 (ii A. D.); especially of patients, derive benefit, Dsc.4.82, Plu.2.687f: impers., ἐμοὶ βεβοήθηται τῷ τεθνεῶτι Antipho 1.31; ταύτῃ μοι βεβοηθημένον ἐγεγόνει φιλοσοφίᾳ Pl.Ep.347e.
German (Pape)
[Seite 451] auf ein Hülfegeschrei herzulaufen, zu Hülfe eilen, bes. von einem Hülfscorps im Kriege, u. übh. helfen, beistehen, absolut, Her. 7, 158 u. öfter; τινί, 7, 157, u. so gew. bei Folgdn; τινὶ ἀντία τινός, Jemandem gegen Einen beistehen. 5, 99; ἐς τόπον 6, 403; παρά τινα 9, 57; ἐπί τινα 1, 62, gegen Jem. rücken; πρός τινα Xen. Hell. 1, 2, 3; Pol. 4, 18; ἐπί τινα τόπον oft Thuc. u. Xen.; ἐπὶ τὰς ναῦς, zum Beistand der Schiffe, Thuc. 8, 11; τινὶ ναυσί Xen. Hell. 1, 6, 22; – τινὶ τὰ δίκαια Xen. Mem. 2, 6, 25. u. öfter bei Rednern, z. B. Dem. 27, 3. 30, 25, Jemandem in seinen Gerechtsamen beistehen; pass. βεβοήθηται ἐμοί Antiph. 1. 31. – Vom Arzte, in die Kur nehmen, Plut. Alex. 19; pass., geheilt werden, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθέω: Ἰων. βωθέω (ὡς πρέπει πιθ. νὰ διορθωθῇ παρὰ τῷ Ἡροδότῳ, ὁπουδήποτε τὰ χειρόγρ. παρέχουσιν τὸν ἕτερον τύπον, Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. VIII.): μέλ. –ήσω, κτλ. Ὡς τὸ βοηδρομέω (πρβλ. βοηθόος), ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, βοηθῶ, ὑποστηρίζω, συνεργῶ, μ. δοτ. προσ., Ἡρόδ. 1. 82, Εὐρ. Ι. Α. 79 · πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 3 · τινι ἀντία τινός Ἡρόδ. 5. 99 · τινι πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 38 · ναυσὶ β. τινι, βοηθῶ τινα μὲ ..., αὐτόθι 1. 6, 22 · ὡσαύτως, β. τινὶ τὰ δίκαια ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 6, 25 · ἔτι καὶ, β. τοῖς τῶν προγόνων ἀτυχήμασιν Αἰσχίν. 78. 3 · β. τῷ λόγῳ τῇ ὑποθέσει κτλ., Πλάτ. Φαίδων 88Ε, κτλ. · β. τῷ θεῷ, ὑπερασπίζω τὰ δίκαιά του, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 280 · β. τοῖς νόμοις Αίσχίν. 5. 23, κτλ. · ἐπὶ ἰατροῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 19. 2) ἀπολ., παρέχω βοήθειαν, σπεύδω εἰς σωτηρίαν, Ἡρόδ. 1. 30., 7. 158, κτλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 608 · β. παρά τινα Ἡρόδ. 9. 57 · ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐπί τινα, ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 1. 62, Θουκ. 1. 126, κτλ. · β. ἐς ἢ ἐπὶ τόπον Ἡρόδ. 6. 103., 4. 125, Θουκ., κλ. · ἐκεῖσε Δημ. 52. 1 · β. πρός τι, προάγω σκοπόν τινα, ἐφαρμόζω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 2, ἢ ἀποκρούω, ὁ αὐτ. Πολιτ. 8, ἐν τέλ., Ἱστ. Ζ. 9. 37, 9 · χρήμασι, μὲ χρήματα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 2 · ἀπρόσ., βοηθεῖ πρός τι, εἶναι ὠφέλιμον, συντελεῖ ..., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 20, 1. 3) Παθ., βοηθοῦμαι, δέχομαι, λαμβάνω βοήθειαν, Διοσκ. 4. 83, Πλούτ. 2 687Ε, 689Β, 720C · βοηθήσομαι Ἑβδ. · ἐβοηθήθην αὐτόθι · ἀπροσ., ἐμοὶ βεβοήθηται τῷ τεθνεῶτι Ἀντιφῶν 116. 36 · ταύτῃ μοι βεβοηθημένον ἐγεγόνει φιλοσοφίᾳ Πλάτ. Ἐπ. 347Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐβοήθουν, f. βοηθήσω, ao. ἐβοήθησα, pf. βεβοήθηκα;
Pass. pf. βεβοήθημαι;
litt. courir au secours, d’où venir au secours de : τινι, πρός τινα, de qqn ; p. anal. β. τινι τὰ δίκαια XÉN aider qqn à faire prévaloir son droit ; β. τοῖς νόμοις ESCHN venir au secours des lois ; en parl. d’un médecin donner ses soins (à un malade).
Étymologie: DELG βοή, θέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb. βᾱθόημι Alc.288.2, IG 12(2).645A.21 (Neso IV a.C.), IG 12(2).526A.27 (Ereso IV a.C.); dór. y délf. βοᾱθοέω IGDS 205.8 (IV/III a.C.), IG 92(1).3.27 (Termo III a.C.), FD 4.23.4, 24.4 (ambas III a.C.); jón. βωθέω Hdt.8.47 (var.), AP 12.84 (Mel.), Hsch., Eust.812.59; dór. y beoc. βοαθέω IGDS 204.8 (IV/III a.C.), IG 7.188.16, 189.25 (ambas Mégara III a.C.), ICr.4.185.3 (Gortina II a.C.); βοιηθέω IG 22.126.1, 237.23 (ambas IV a.C.), IIasos 3.15, 26 (IV a.C.), IEryth.28.4 (III a.C.), BGU 1007.12 (III a.C.)
• Morfología: [cret. fut. βοαθησίω ICr.l.c.; plusperf. sin aum. 3a plu. βεβοηθήκεσαν App.Pun.135]
I como verb. de mov.
1 en cont. bélico y sent. posit. acudir al grito de guerra, ir presto a ayudar c. indicaciones locales ἐς τὸν Μαραθῶνα Hdt.6.103, cf. Lys.16.13, ἐπὶ τὰ ἄκρα X.Cyr.3.2.1, cf. Isoc.4.87, Aen.Tact.24.10, ἐπὶ τοὺς εὐκαίρους τῶν τόπων Plb.5.76.5, cf. 94.5, 7.18.4, 16.37.3, πρὸς πάντα τὰ μέρη τοῦ τείχους Plb.10.12.3, cf. 4.18.6, ἐκεῖσε D.4.41, ἐβοήθουν πρὸς τὸ δεόμενον llevaban ayuda donde era necesario Plb.1.45.7, παρ' ἐκείνους Hdt.9.57, πρὸς τοὺς αὑτῶν ψιλούς X.HG 1.2.3
•c. dat. ir a socorrer, llevar ayuda Χαλκιδεῦσι Hdt.5.99, τῇ σφετέρῃ (γῇ) Hdt.1.82, τῷ Ἀντιόχῳ ἐβοήθουν πλείοσι ναυσί X.HG 1.5.13, cf. 1.6.22, 4.8.38, IEryth.9.14 (IV a.C.), τοῖς κινδυνεύουσι Plb.3.105.5, cf. 69.10, 4.15.2
•abs. acudir con refuerzos πάντες δ' Ἀθηναῖοι τότε ἐβοήθησαν καὶ ὁπλῖται καὶ ἱππεῖς X.HG 5.1.22, cf. 6.5.8, Ar.Pax.302, D.16.17, 18.33, Isoc.5.43, Aen.Tact.16.2, IIasos ll.cc., Plb.1.18.7, c. instrum. πεζοῖς χιλίοις IG 92(1).3.27 (Termo III a.C.), cf. Plb.7.4.2
•fig. c. dat. de pers. καὶ ἐβοήθησεν ἡ γῆ τῇ γυναικί y acudió la tierra en ayuda de la mujer, Apoc.12.16.
2 en cont. bélico y sent. neg. βοηθεῖν ἐπί y ac. acudir en ayuda contra, ir a proteger de ἐπ' αὐτόν Hdt.1.62, ἐπὶ τὰς ναῦς Th.8.11, cf. 1.126.
II sin idea de mov., c. suj. pers.
1 ayudar, socorrer, defender c. dat. de pers. o asimilados τοῖσιν ἠδικημένοις E.IA 79, ἐμαῖς δημότισιν Ar.Lys.334, cf. Eq.226, Pl.1026, Isoc.6.31, 10.40, Lys.2.14, Plb.1.10.2, 3.25.3, Diog.Oen.3.5.1, Philostr.VS 575, τῷ δήμῳ Isoc.16.41, τῇ πόλει ἡμῶν X.HG 3.5.8, cf. 6.5.2, IG 12(2).526A.27 (Ereso IV a.C.), Plb.5.74.7, FD 4.23.4 (III a.C.), 4.24.4 (III a.C.), Hell.Oxy.4.3, αὑτοῖς βοηθεῖν defenderse Plb.3.84.4, cf. 5.56.3, LXX Ib.4.20, τῷ θεῷ ... βοηθεῖν defender los derechos del dios Philipp.Maced.6, en v. pas. βοηθεῖσθαι παρὰ τῶν ἧττον εὐπόρων Arist.Rh.1383b26, cf. PGrenf.1.37.13 (II a.C.)
•jur. defender, salvaguardar el derecho de ταῖς ἐπικλήροις Is.3.46, cf. 5.20, 9.35, Isoc.1.37, 15.143, Lys.8.18, en v. pas. PRyl.122.12 (II d.C.), abs. ὁ βοηθήσων el defensor Isoc.Ep.1.3, en v. pas. Mitteis Chr.961.5 (IV d.C.), PCol.174.6, 17 (IV d.C.), SB 10989.20 (IV d.C.)
•β. τῷ τεθνεῶτι vengar la muerte de uno, Isoc.6.23, cf. Antipho 1.31
•acompañado de otros compl., c. gen. librar de τοῖς φίλοις ἀπορίας Ps.Democr.B 302
•c. instrum. ayudar con χρημάτεσσι ... τοῖς πολίταισι εἰς σιτωνίαν IG 12(2).645A.21 (Neso IV a.C.), cf. Arist.EN 1130a19, πολλοῖς ... βοηθοῦντος καὶ ἰδίᾳ καὶ κοινῇ IIasos 4.44 (II a.C.)
•c. ac. de rel. τοῖς φίλοις τὰ δίκαια βοηθεῖν X.Mem.2.6.25, cf. D.35.5, Lys.32.3, πατρὶ βοηθῶν θάνατον protegiendo a su padre de un peligro de muerte Pl.Lg.874c, tb. en v. pas. βοηθηθήσονται βοήθειαν μικράν recibirán poca ayuda LXX Da.11.34Θʹ
•c. giros prep. ἀλλήλοις εἰς τὸν πόλεμον Plb.7.9.15, Αἰτωλοῖς ... κατὰ Φιλίππου Plb.11.6.2, σφίσι βοηθεῖν ὑπὲρ τῶν ἡμαρτημένων exculparlos de sus errores Plb.38.1.5
•abs. ayudar, prestar ayuda τὸν μὴ βοηθήσαντα ... ἄτιμον εἶναι A.Supp.613, cf. Vett.Val.333.6, PMasp.77.12 (biz.), βοηθεῖν εἰς χρήματα ayudar con dinero Arist.Rh.1383b25, ὑπὲρ τῆς πόλεως Lys.7.38, οἱ βοηθοῦντες Plb.1.48.6, 1.48.8
•frec. imperat. en cont. de súplica ayuda Ὦ Μίδα καὶ Φρὺξ βοήθει Ar.V.433, μᾶτερ, ἐμοὶ βοίθει Epigr.Adesp.SHell.975.5, βοήθησόν μοι, Κύριε LXX Ps.108.26, cf. 118.86, Eu.Marc.9.22, Eu.Matt.15.25, Act.Ap.21.28, muy frec. en inscr. crist., Κύριε, βοήθει ¡Señor, ayuda!, IIasos 418, 422, 640.3, cf. SEG 30.1397 (Lidia III/IV d.C.), 32.1546, SEG 33.840 (Menorca), K(ύριε) βοήθη τὸν δοῦλον σοῦ IG 12(1).757, 916 (Rodas), cf. SEG 31.1389 (Siria VI d.C.), IKeramos 73, MAMA 8.51 (Listra), Denkmäler 83a, SEG 31.1578 (Cirene IV d.C.), Sardis 190 (V/VI d.C.).
2 c. dat. de cosas y abstr., cont. posit. salvaguardar, proteger, preservar τοῖς νόμοις Ar.Pl.914, Aeschin.1.33, (σπονδαῖς) Th.1.123, cf. Isoc.18.4, τοῖς παροῦσι Th.1.123, τοῖς ἰδίοις Aeschin.2.41, τῷ λόγῳ Pl.Phd.88e, cf. Isoc.15.63, βοηθῶν τῷ θεῷ dando la razón al oráculo Pl.Ap.23b, en v. pas. impers. ταύτῃ μοι βεβοηθημένον ἐγεγόνει φιλοσοφίᾳ de este modo he ayudado a la filosofía Pl.Ep.347e
•vengar, reparar τοῖς τῶν προγόνων ἀτυχήμασι Aeschin.3.169, cf. Plb.1.81.1.
3 c. dat. de abstr., cont. neg. socorrer, combatir, poner remedio βοηθοῦντες ταῖς αὑτῶν ἀσθενείαις Isoc.Ep.9.16, ἐκ δὲ τῶν κοινῶν ταῖς ἰδίαις ἀπορίαις βοηθεῖν sacar de apuros su propia indigencia a costa del tesoro Isoc.12.140, τοῖς ὑποκειμένοις Plb.15.26.10, ἀναγκαίοις κακοῖς Phld.Mus.4.33.20, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ líbrame de mi incredulidad, Eu.Marc.9.24
•tb. c. πρός y ac. βοηθεῖ πρὸς τὴν φθοράν pone remedio a la destrucción, e.e. protege contra ella Arist.Iuu.474b24, πρὸς ταύτην τὴν ἐπιβολήν Plb.3.104.3.
III sin mov., gener. c. suj. de abstr. o cosa
1 favorecer, fomentar, ayudar c. dat. ἐμοὶ δὲ πάντες (νόμοι) βοηθοῦσιν Isoc.19.15, ἡ σοφία βοηθήσει τῷ σοφῷ LXX Ec.7.19, en v. pas. οὔτε βοηθεῖται διὰ μουσικῆς καὶ ποιητικῆς ἔρως y no se fomenta el amor por medio de la música y la poesía Phld.Mus.4.6.5, ὑπὸ δὲ Διὸς βοηθούμενοι (Ἑρμῆς καὶ Ἀφροδίτη) εὐτεκνίας εἰσὶν αἴτιοι Vett.Val.116.17.
2 medic. poner remedio, tratar, incluso curar c. dat. de pers. κατὰ τὴν τέχνην τὴν ἰατρικὴν πολλοῖς βεβοήθηκεν IG 11(4).693.4 cf. 633 (ambas Delos III a.C.)
•en v. pas. de los pacientes ser asistido, ser tratado Dsc.4.82, Plu.2.687f
•c. dat. del miembro u órgano enfermos βοηθοῖεν ... τῇ κοιλίᾳ καὶ ἄπιοι Dieuch.15.61, cf. Hp.Mul.2.201, 2.208
•c. dat. de la propia enfermedad τῷ μὲν ἕλκει βοηθεῖν Hp.Medic.12, δυσχερὲς δὲ γενομένοις (sc. φύμασι καὶ νόσοις) βοηθεῖν Plb.11.25.2, cf. 11.25.2, en v. pas. ἃ δὲ μετὰ χειρουργίης ἰώμενα, ἃ δὲ βοηθούμενα θεραπευόμενα Hp.Decent.6
•c. otros compl. prep. βοηθεῖν τῷ μὲν θερμῷ ἐπὶ τὸ ψυχρόν curar el frío con el calor Hp.VM 13, cf. Thphr.HP 9.20.1
•abs. poner remedio αὐτόματα γὰρ ταῦτα βοηθεῖν δοκεῖ καλῶς Hp.Medic.2, cf. Plu.Alex.19, οἱ βοηθοῦντες Gal.17(2).226.
• Etimología: Comp. formado a partir de la expresión ἐπὶ βοὴν θεῖν ‘acudir corriendo a la llamada’.
English (Abbott-Smith)
βοηθέω, -ῶ (< βοή + θέω, to run), [in LXX chiefly for עזר;]
to come to aid, to help, succour: absol., Ac 21:28; c dat., Mt 15:25, Mk 9:22, 24 Ac 16:9, II Co 6:2 (LXX), He 2:18, Re 12:16.†
English (Strong)
English (Thayer)
βοηθῷ; 1st aorist ἐβοήθησά; (from βοή a cry and θεῷ to run); in the Sept. chiefly for עָזַר; in Greek writings from (Aeschylus and) Herodotus down; properly, to run to the cry (of those in danger); hence, universally, to help, succor, bring aid: τίνι, βοήθει μου τῇ ἀπιστία, " quod fiduciae meac deest bonitate tua supple," Grotius); Revelation 12:16.
Greek Monotonic
βοηθέω: (βοηθός), Ιων. βωθέω, μέλ. -ήσω,
1. έρχομαι να βοηθήσω, να ενισχύσω, να υποστηρίξω, να συντρέξω· με δοτ. προσ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ξεν.
2. απόλ., παρέχω βοήθεια, σπεύδω για διάσωση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
βοηθέω:
1) спешить или приходить на помощь (ἐς или ἐπὶ τόπον τινά Her., Thuc., Xen. и πρὸς πόλιν τινά Plut.; τινι ἀντία τινός Her.; τινι πρός τινα и πρός τι Xen.);
2) помогать, содействовать (τινι χρήμασι Arst.): β. ἐπὶ τὰς ναῦς Thuc. оказывать помощь флоту; β. τινι τὰ δίκαια Xen. заступаться за чьи-л. законные права; β. εἴς τι Arst. помогать чему-л. и в чем-л.; β. ἐπί τινα Her., Arst. выступать против кого-л., т. е. защищать от кого-л.; βοηθεῖσθαι παρά τινος Arst. получать помощь от кого-л.; β. πρός τι Arst. содействовать чему-л. и предохранять от чего-л.;
3) оказывать врачебную помощь, лечить (τῶν ἰατρῶν οὐδεὶς ἐθάρρει βοηθήσειν Plut.).
Middle Liddell
βοηθός
1. to come to aid, to succour, assist, aid, c. dat. pers., Hdt., Eur., etc.; πρός τινα Xen.
2. absol. to give aid, come to the rescue, Hdt., Thuc., etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηθέω of contr. βοηθῶ, Ion. βωθέω, Dor. βοᾱθέω, Aeol. βᾱθόημι βοή, θέω Ion. imperat. praes. βωθεῖτε; Ion. ptc. aor. βωθήσας; plqperf. ἐβεβοηθήκειν, later βεβοηθήκειν
1. op een hulpkreet afkomen, te hulp komen, te hulp snellen, vaak milit.; abs..; ἐς τὸν Μαραθῶνα β. te hulp snellen naar Marathon Hdt. 6.103.1; met dat..; Χαλκιδεῦσι β. de Chalcidiërs te hulp snellen Hdt. 5.99.1; met prep.. β. πρὸς τοὺς αὐτῶν ψιλούς de eigen lichtbewapenden te hulp snellen Xen. Hell. 1.2.3.
2. helpen, bijstaan, met dat.:; τοῖσιν ἠδικημένοις de slachtoffers helpen Eur. IA 79; geneesk..; β. τῷ... θερμῷ ἐπὶ τὸ ψυχρόν het warme helpen tegen het koude Hp. VM 13; τῷ μὲν ἕλκει β. de wond verzorgen Hp. Med. 12; uitbr..; β. τοῖς νόμοις de wetten beschermen Aristoph. Pl. 914; τῷ θεῷ β. de godheid hulp bieden Plat. Ap. 23b; onpers..; ταύτῃ μοι βεβοηθημένον ἐγεγόνει φιλοσοφίᾳ zo was door mij hulp geboden aan de filosofie Plat. Epist. 347e; jur. verdedigen, met dat. en acc. v. h. inw. obj. : τοῖς φίλοις τὰ δίκαια β. de rechten van de vrienden verdedigen Xen. Mem. 2.6.25.
Chinese
原文音譯:bohqšw 波誒-帖哦
詞類次數:動詞(8)
原文字根:懇求-跑
字義溯源:援助,解救,搭救,幫助;源自(βοηθός)=援助者);由(βοή)=大喊)與(Θευδᾶς)X*=跑,進行)組成,而 (βοή)出自(βοάω)*=喊叫)
出現次數:總共(8);太(1);可(2);徒(2);林後(1);來(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 幫助(3) 太15:25; 徒16:9; 啓12:16;
2) 幫助⋯罷(2) 可9:22; 可9:24;
3) 搭救(1) 來2:18;
4) 我搭救了(1) 林後6:2;
5) 來幫助!(1) 徒21:28