μεταχώρησις

Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

εως, ἡ, A departure, withdrawal, εἰς τοὺς θεούς Arr.Fr. 134 J. II change of direction, in plural, Procl.Hyp.1.27: generally, change, τοῦ δ εἰς ζ Eust.1259.61.

German (Pape)

[Seite 157] ἡ, das Weg- und Anderswohingehen, Übergehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταχώρησις: -εως, ἡ, ἡ ἀλλαγὴ τόπου, μεταλλαγή, Εὐστ. 1259. 61.

Greek Monolingual

μεταχώρησις, ἡ (ΑΜ)
μεταχωρώ μσν. αλλαγή, μεταλλαγή, διαφοροποίηση
αρχ.
1. αναχώρηση
2. αλλαγή κατεύθυνσης, μεταβολή.