δοκός
English (LSJ)
ἡ, later also ὁ, Luc.VH2.1: (δέχομαι):—A bearing-beam, main beam, especially in the roof or floor of a house, Od.22.176, Ar.Nu. 1496; any balk or beam, Il.17.744, Th.4.112; bar of a gate or door, Ar.V.201: also, in plural, firewood, PFlor.127.5 (iii A. D.): prov., ὁ τὴν δοκὸν φέρων one who has 'swallowed a poker', Arist.Rh.1413b28; ἐν δοκοῖσι is prob. f. l. for ἐνδόκοισι in Archil.66.3, cf. Hsch. s.v. ἔνδοκος. II a kind of meteor, Plin.HN2.96, Lyd.Ost.10b, Hsch.; cf. δοκεύς, δοκίας, δοκίς ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 654] ἡ, auch ὁ, Luc. V. H. 2, 1 Apolld. 1, 9, 12 (δέχομαι): 1) Balken, bes. die, welche die Decke des Hauses bilden u. das Dach tragen; Hom. Iliad. 17, 744 Odyss. 19, 38. 22, 176. 193; Ar. Nubb. 1496; andere Balken, Vesp. 201; Luc. Herod. 5; ὁ τὴν δοκὸν φέρων, sprichwörtlich, Arist rhet. 3, 12, nach Phot. lex. ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιοαντων, καὶ μηδὲν περαινόντων. – 2) eine feurige Lufterscheinung, von der Aehnlichkeit mit einem Balken; VLL.; D. L. 5, 81.
Greek (Liddell-Scott)
δοκός: ἡ, (δέχομαι)· -κυρίως τὸ τὴν στέγην ἀνέχον ξύλον, «δοκάρι», «πατερό», Ὀδ. Χ. 176, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1496· καὴ γενικ., Ἰλ. Ρ. 744, Θουκ. 4. 112· ὁ μοχλὸς πύλης ἢ θύρας, Ἀριστοφ. Σφηξ. 201· -παροιμ., ὁ τὴν δοκὸν φέρων, ἐπὶ ῥήτορος μὴ ἔχοντος χάριν ἀλλὰ δυσκάμπτου ὄντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 3· ἡ σημασία τοῦ ἐν δοκοῖσι Ἀρχίλ. 60, εἶναι ἀμφίβολος. Ὁ Walck. διώρθ. ἐνδόκοισι ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ἔνδοκος· ἐνέδρα. ΙΙ. εἶδος μετεώρου, Διογ. Λ. 5. 81, Schäf. Σχολ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1088· οὕτω δοκίας, Θεοδώρητ., δοκίτης Σουΐδ.· πρβλ. δοκὶς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ ou ὁ)
poutre, solive.
Étymologie: DELG v. δέχομαι.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-οῦ, ἡ
• Alolema(s): δόκος Ar.Fr.528
• Morfología: [masc. ὁ δ. Luc.VH 2.1; plu. dat. -οῖσιν Od.22.176]
I 1madero, viga οἱ δ' ὥς θ' ἡμίονοι ... ἕλκωσ' ἐξ ὄρεος ... δοκόν Il.17.744, κίον' ἂν ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν Od.l.c., ἐπεὶ δοκ[ὸν ...] κῦμα πό[ρευσ'] ἀπ' Ἰλίου después de que una ola llevó el madero desde Ilión en sinéc. por barco B.Fr.60.22, utilizado como ariete, palanca, etc. δοκοὶ τετράγωνοι Th.4.112, δοκοὺς μεγάλας ἀρτήσαντες ἁλύσεσι Th.2.76, cf. Plb.8.7.3, 10.13.9, ὑπερμεγέθης δ. ἱστῷ νεὼς παραπλήσιος I.BI 3.214
•como tranca para cerrar la puerta τῇ δοκῷ προσθεὶς τὸν ὅλμον Ar.V.201
•usado como horca Ar.Fr.528, cf. Epim.Hom.Alph.κ 127
•en plu. listones o maderos empleados como traveseros o ejes de una máquina elevadora de agua BGU 1546.1 (ptol.)
•viga o pieza de un molino de aceite δοκὸς ἡ ὑπὲρ τὴν μηχανήν Wilcken Chr.312.11 (I d.C.)
•arq., en la construcción viga αἱ δοκοὶ τῆς οἰκίας Ar.Nu.1496, ναοὺς ... δ. στεγανοὺς παρέχει E.Fr.3.5C., δοκοὶ οἴκων ἡμῶν κέδροι LXX Ca.1.17, cf. IG 11(2).144A.42, 145.20 (ambas IV a.C.), PMich.Zen.37.5, 7, 20 (III a.C.), εἰς κλίσιον δ. καρυΐνη IG 11(2).145.20 (IV a.C.), ἑκκαιδεκάπηχυς δ. IG 11(2).161D.120 (III a.C.), δοκοὺς ἐμβαλεῖν εἰς τὸν οἶκον IG 11(2).287A.105 (III a.C.), δοκοὺς στρογγύλας δεκαπήχεις ID 403.23 (II a.C.), cf. Ph.Mech.82.50, ID 444B.108 (II a.C.), Plb.10.27.10, PKöln 155.16 (VI d.C.), ἀσφαλίζεσθαι τὰς δοκοὺς ἡμιτριδίοις Iul.Ascal.32.6
•geom. viga paralelepípedo de altura mayor que su anchura y profundidad, Hero Def.112 (cf. δοκίς 4)
•prov. ὁ τὴν δοκὸν φέρων el que lleva la viga, e.e. el que hace un trabajo pesado y aburrido, Arist.Rh.1413b29, op. κάρφος: βλέπεις τὸ κάρφος ..., τὴν δὲ ... δοκὸν οὐ κατανοεῖς; Eu.Matt.7.3.
2 leño, tronco δοκὸν εἰσφέρει para el fuego AP 11.74 (Nicarch.), en plu., como combustible en un baño PFlor.127.5 (III d.C.).
3 lingote δ. ... χρυσῆ I.AI 14.106.
II meteor., fenóm. celeste luminoso en forma de vara de luz, emicant et trabes simili modo, quas δοκούς uocant Plin.HN 2.96, cf. Arr.Phys.6, Nonn.D.2.200, Lyd.Ost.10b, cf. δοκίς 3.
• Etimología: Nombre de agente de la r. de δέκομαι, δέχομαι q.u.
English (Strong)
from δέχομαι (through the idea of holding up); a stick of timber: beam.
English (Thayer)
δοκου, ἡ (from δέκομαι for δέχομαι in so far as it has the idea of bearing (cf. Curtius, § 11)); from Homer down; a beam: Luke 6:41f.
Greek Monolingual
η (AM δοκός)
μακρύ, χοντρό, με τετράγωνη ή ορθογώνια τομή ξύλο που στηρίζει τη στέγη, πάτερο, τράβο, γρεντιά
νεοελλ.
μακρύ υποστήριγμα από οποιαδήποτε ύλη (μέταλλο, μπετόν κ.λπ.)
αρχ.
1. κάθε ξύλο χοντρό
2. μοχλός πόρτας
3. είδος μετεώρου
4. στον πληθ. καυσόξυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δοκ- του δέχομαι, με σημ. «αυτή που δέχεται τη στέγη»].
Greek Monotonic
δοκός: ἡ, μεταγεν., ὁ, (δέχομαι), δοκάρι που στηρίζει το ταβάνι, πατερό, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, δοκάρι ή μαδέρι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· μοχλός πύλης ή θύρας, πόρτας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δοκός: ἡ (Luc., Diog. L. тж. ὁ)
1) брус, бревно, балка Hom., Thuc., Arph., Luc.: τὴν δοκὸν φέρειν погов. Arst. таскать бревно, т. е. нудно или монотонно говорить (об ораторе);
2) «брус» (род метеора) Diog. L.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bearing-beam (Il.).
Other forms: late also m.
Derivatives: δοκίς (Hp.), δοκίον (Arist., Delos IVa), δοκίδιον (Harp.). - δοκίας (Phlp.), δοκεύς (Heph. Astr.) name of a comete (like δοκός, δοκίς; Scherer Gestirnnamen 107). - δοκώδης like a beam (gloss.). - δοκόομαι be fitted with beams (Pap., S. E.) with δόκωσις (LXX). - From δοκός also δόκανα n. pl. name of two upricht beams constructed with a cross-beam (Plu.), δοκάναι αἱ στάλικες, αἷς ἵσταται τὰ λίνα, η κάλαμοι H., i. e. beams for hunting-nets; cf. names in -ανον, -άνη in Schwyzer 489f., Chantr. Form. 198f.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: To δέκομαι as agent noun, so "who/which takes over (the covering)". Benveniste, Rev. de phil. 58, 127, thinks that δοκός, δόκανα are Pre-Greek.
Middle Liddell
n n δέχομαι
a bearing-beam, in the roof or floor of a house, Od.: generally, a balk or beam, Il., Thuc.: the bar of a gate or door, Ar.
Frisk Etymology German
δοκός: {dokós}
Forms: (vgl. Schwyzer-Debrunner 34 A. 2), spät auch m.
Grammar: f.
Meaning: Dachsparre, Balken (seit Il.).
Derivative: Ableitungen. Deminutiva: δοκίς (Hp., X., Arist. u. a.), δοκίον (Arist., Delos IVa), δοκίδιον (Harp.). — δοκίας (Phlp.), δοκεύς (Heph. Astr.) Ben. eines Kometen (wie auch δοκός, δοκίς; Scherer Gestirnnamen 107). — δοκώδης balkenähnlich (Gloss.). — δοκόομαι mit Balken versehen werden (Pap., S. E.) mit δόκωσις (LXX usw.). — Von δοκός auch δόκανα n. pl. Ben. zwei aufrechtstehender Hölzer, die mit einer Querstange verbunden sind (Plu.), δοκάναι· αἱ στάλικες, αἷς ἵσταται τὰ λίνα, ἢ κάλαμοι H., d. h. Stellhölzer für Jagdnetze; vgl. die Gerätenamen auf -ανον, -άνη bei Schwyzer 489f., Chantraine Formation 198f.
Etymology : Ohne Zweifel zu δέκομαι als Nomen agentis und somit zunächst als "Aufnehmerin (der Dachung)" zu verstehen. Diese Übersetzung trägt aber dem Begriff des Angemessenen und des Anpassens, der δέκομαι von Haus aus eignet, kaum Rechnung; vgl. die s. δέχομαι angeführten Arbeiten von Wistrand und Redard, wo auch weitere Lit. — Nach Benveniste Rev. de phil. 58, 127 sind δοκός, δόκανα vorgriechische Wörter.
Page 1,406
Chinese
原文音譯:dokÒj 多可士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:樑
字義溯源:棒,梁木,托梁,小桁;源自(δέχομαι)*=支持)。這並不是小木刺,乃是大梁木,將承受的重量經支柱傳至地基
出現次數:總共(6);太(3);路(3)
譯字彙編:
1) 梁木(6) 太7:3; 太7:4; 太7:5; 路6:41; 路6:42; 路6:42