βεβαιωτικός

Revision as of 09:41, 13 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ή, όν, A confirmatory, Epict.Ench.52, S.E.P.1.169, etc. II βεβαιωτικόν, τό, tax paid to the government as warrantor of sales, BGU156.9 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 440] bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. δήπου.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιβεβαιῶν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 52. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à consolider, à garantir.
Étymologie: βεβαιόω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que confirma τόπος Epict.Ench.52, τὸ ὀφεῖλον S.E.P.1.169.
2 gram. que da un sentido afirmativo ἐπίρρημα Eust.92.28, cf. 62.37, 1407.11, Sch.Er.Il.1.232, 255, Sch.D.T.105.2.
II subst. τό β. jur. tasa de caución o garantía que pagaba al Estado el comprador de tierra estatal BGU 156.9 (III d.C.).
III adv. -ῶς de forma aseverativa ἀποφαινόμενοι Iren.Lugd.Haer.5.30.3 (fr.26).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βεβαιωτικός, -ή, -όν) βεβαιωτής
ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός
νεοελλ.
γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης.