ἐκβιαστικός

Revision as of 11:30, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")

English (LSJ)

ή, όν, A oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).