δειραχθής

Revision as of 11:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ές, A heavy on the neck, ἅμμα AP6.179 (Arch.):

Greek (Liddell-Scott)

δειραχθής: -ές, βαρὺς ἐπὶ τοῦ τραχήλου, Ἀνθ. Π. 6. 179, ἔνθα ὁ Brunck ἐξ εἰκασίας δειραγχής, πνιγηρός.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lourd au cou.
Étymologie: δειρή, ἄχθος.

Spanish (DGE)

-ές que aprieta el cuello, ἅμμα AP 6.179 (Arch.).

Greek Monolingual

δειραχθής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»].

Greek Monotonic

δειραχθής: -ές (ἄχθος), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δειραχθής: обременяющий шею (Anth. - v.l. δειραγχής).

Middle Liddell

ἄχθος
heavy on the neck, Anth.