εως, ἡ, A v.l. for -φευξις (q.v.).
διάφυξις: -εως, ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ -φευξις (ὅ ἴδε).
διάφυξις, η (Α)διάφευξις.
διάφῠξις: εως ἡ Plut. v.l. = διάφευξις.