σῶμα

Revision as of 14:50, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

English (LSJ)

ατος, τό (Arc. dat. pl. A σωμάτεσι IG5(2).357.156 (Stymphalus, iii B.C.)), body of man or beast, but in Hom., as Aristarch. remarks (v. Apollon.Lex.), always dead body, corpse (whereas the living body is δέμας), ὥς τε λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Il.3.23, cf. 18.161; ς. δὲ οἴκαδ' ἐμὸν δόμεναι πάλιν 7.79; σ. κατελείπομεν ἄθαπτον Od.11.53; ὦν . . σώματ' ἀκηδέα κεῖται 24.187; so also in Hes.Sc.426, Simon.119, Pi.O.9.34, Hdt.7.167, Posidon.14 J., Ev.Marc.15.43, etc.; τὸ σῶμα τοῦ τεθνεῶτος Pl.R.469d, cf. Grg.524c, D.43.65; σ. νεκρόν POxy.51.7 (ii A.D.); νεκρὸν σῶμα Gal.18(2).93, cf. νεκρός 11.1; μέγιστον σῶμα δειλαίας σποδοῦ = σῶμα μέγιστον ὃ νῦν σποδός ἐστι, S.El.758; also later, Wilcken Chr.499 (ii/iii A.D.). 2 the living body, Hes.Op.540, Batr.44, Thgn.650, Pi.O.6.56, P.8.82, Hdt.1.139, etc.; δόμοι καὶ σώματα A.Th.896 (lyr.); γενναῖος τῷ σώματι S.Ph.51; εὔρωστος τὸ σῶμα X.HG6.1.6; τὸ σῶμα σῴζειν or σῴζεσθαι = save one's life, D.22.55, Th.1.136; διασῴζειν or διασῴζεσθαι Isoc.6.46, X.An.5.5.13; περὶ πολλῶν σ. καὶ χρημάτων βουλεύειν Th.1.85; περὶ τοῦ σώματος ἀγωνίζεσθαι for one's life, Lys.5.1; ἔχειν τὸ σῶμα κακῶς, ἔχειν τὸ σῶμα ὡς βέλτιστα, etc., to be in a bad, a good state of bodily health, X.Mem.3.12.1, 3.12.5. 3 body, opp. spirit (εἴδωλον), Pi.Fr.131; opp. soul (ψυχή), Pl.Grg.493a, Phd.91d; τὰ τοῦ σώματος ἔργα bodily labours, X.Mem. 2.8.2; αἱ τοῦ σώματος ἡδοναί, αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί, ib.1.5.6, Pl.R.328d; τὰ εἰς τὸ σῶμα τιμήματα bodily punishments, Aeschin.2.139; τὰ εἰς τὸ σῶμα ἀδικήματα PHal.1.193 (iii B.C.) . 4 animal body, opp. plants, Pl.R. 564a (pl.); but of plants, 1 Ep.Cor.15.38. 5 civic rights (like Lat. caput), Lys.23.12; ἄτιμοι τὰ σώματα And.1.74; μέρος ἠτιμῶσθαι τοῦ σώματος D.51.12. 6 in NT, of the sacramental body of Christ, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου Ev.Matt.26.26, cf. 1 Ep.Cor.10.16. b of the body of Christ's church, οἱ πολλοὶ ἓν σ. ἐσμεν ἐν Χριστῷ Ep.Rom.12.5; ἡ ἐκκλησία ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα [τοῦ Χριστοῦ] Ep.Eph.1.23. II periphr., ἀνθρώπου σῶμα ἓν οὐδέν = ἄνθρωπος οὐδὲ εἷς (no single person), Hdt.1.32; especially in Trag., σῶμα θηρός, = θήρ, S.OC1568 (lyr.); τεκέων σώματα, = τέκνα, E.Tr.201 (lyr.); τὸ σὸν σῶμα, = σύ, Id.Hec.301; rarely in sg. of many persons, σῶμα τέκνων Id.Med.1108 (anap.). 2 a person, human being, τὰ πολλὰ σώματα, = οἱ πολλοί, S.Ant.676; λευκὰ γήρᾳ σώματα E. HF909 (lyr.); σ. ἄδικα Id.Supp.223, cf. Pl.Lg.908a, PSI 4.359.9 366.7 (iii B.C.), etc.; ἑκάστου τοῦ σώματος, IG12.22.14; κατὰ σῶμα = per person, PRev.Laws50.9 (iii B.C.); καταστήσαντες τὸ σῶμα ἀφείσθωσαν τῆς ἐγγύης PMich.Zen.70.12 (iii B.C.); ἐργαζομένη αὑτῇ τῷ ἰδίῳ σώματι working for herself, earning her own living, PEnteux.26.7 (iii B.C.); τὰ φίλτατα σώματα, of children, Aeschin.3.78; freq. of slaves, αἰχμάλωτα σώματα D.20.77, IG12(7).386.25 (Amorgos, iii B.C.), SIG588.64 (Milet., ii B.C.), etc.; οἰκετικὰ σώματα Lexap.Aeschin.1.16, cf. SIG633.88 (Milet., ii B.C.); δοῦλα Poll.3.78; ἐλεύθερα σώματα X.HG2.1.19, Plb.2.6.6, etc.; later, σῶμα is used abs. for a slave, PHib.1.54.20 (iii B.C.), Plb.12.16.5, Apoc.18.13, etc.; σ. γυναικεῖον, ᾇ ὄνομα . . GDI2154.6 (Delph., ii B.C.); a usage censured by Poll.l.c. and Phryn.355; also of troops, τὴν τῶν σωμάτων σύνταξιν Aen.Tact.1.1; μηχανήμασιν ἢ σώμασιν ἐναντιοῦσθαι ὧδε Id.32.1. III generally, a body, i.e. any corporeal substance, δεῖ αὐτὸ (sc. τὸ ὄν) σ. μὴ ἔχειν Meliss.9; ἢ μέγεθός ἐστιν ἢ σ. ἐστιν Gorg.3; σῶμα ἄψυχον, σῶμα ἔμψυχον, Pl.Phdr.245e, cf. Plt.288e, Arist.Ph.265b29, al.; ὁ λίθος σ. ἐστι Luc.Vit.Auct.25; φασὶν οἱ μὲν σ. εἶναι τὸν χρόνον, οἱ δὲ ἀσώματον S.E.M.10.215; κυκλικὸν σῶμα, of one of the spheres, Jul.Or.5.162b, al.; τὸ πέμπτον σῶμα the fifth element, Philol.12, Placit.1.3.22, Jul.Or.4.132c; metallic substance, Olymp. Alch.p.71 B. 2 Math., figure of three dimensions, solid, opp. a surface, etc., Arist.Top.142b24, Metaph.1020a14, al. IV the body or whole of a thing, especially of complete parts of the body, τὸ σῶμα τῶν νεφρῶν Id.HA497a9; τὰ σ. τῶν αἰσθητηρίων Id.GA744b24; τὸ σῶμα τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Gal.15.667,806; σ. παιδοποιόν Ael.NA17.42: generally, the whole body or frame of a thing, ὑπὸ σώματι γᾶς A.Th. 947 (lyr.); τὸ σῶμα τοῦ παντός, τοῦ κόσμου, Pl.Ti.31b. 32c; ὕδωρ, ποταμοῦ σῶμα Chaerem.17; τὸ σῶμα τῆς πίστεως the body of the proof, i.e. arguments, Arist.Rh.1354a15; τῆς λέξεως Longin.Rh.p.188 H.; of a body of writings, Cic.Att.2.1.4; text of a document, opp. ὑπογραφή, BGU187.12 (ii A.D.), cf. PFay.34.20 (ii A.D.); of a will, POxy.494.30 (ii A.D.). 2 ξύλα σώματα logs, opp. κλάδοι, POxy.1738.3 (iii A.D.); σ. μέγα περσέας CPHerm.7 ii 27, cf. iii 8 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1059] τό, der Leib, sowohl von Menschen als von Thieren; bei Hom. immer der todte Leib, der Leichnam, Apollon. Lex. Hom. ed. Bekk. p. 148, 23, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 86. Das Wort erscheint übrigens bei Hom. nur an acht Stellen, Iliad. 3, 23. 7, 79. 18, 161. 22, 342. 23, 169 Odyss. 11, 53. 12, 67. 24, 187, während νέκυς und νεκρός weit häufiger sind. In dem Ἀγὼν Ἡσιόδου καὶ Ὁμήρου kommt σῶμα dreimal vor; zweimal läßt der Verfasser den Homer das Wort vom lebendigen Leibe gebrauchen, Hesiod. ed. 2 Goettl. p. 317, 8. 320, 17, während an der dritten Stelle er selbst, in eigner Person redend, es vom todten Leibe gebraucht, p. 323, 8. – Homerisch ist σῶμα gebraucht Pind. N. 9, 23 O. 9, 34 Aeschyl. Pers. 275 Soph. Ant. 1198 Ai. 1063. – »Die Beziehung von σῶμα zu σάος, σῶς, σαόω, σώζω«, meint G. Curtius Grundz. d. Griech. Et. 2. Aufl. S. 340, »sei deshalb schwierig, weil σῶμα nach Aristarchs Beobachtung bei Homer nur cadaver bedeute«. Allein dieser Umstand möchte vielmehr umgekehrt »die Beziehung« grade erst ermöglichen. Denn warum könnte σῶμα wohl nicht »das Gerettete« sein, »das Davongebrachte«, »das Uebriggebliebene«, das, was den Freunden und Verwandten von dem Todten blieb, nachdem die Seele entflohen? Nennt man doch z. B. die übriggebliebenen Bruchstücke einer verloren gegangenen Schrift τὰ σωζόμενα! Zuerst dürfte σῶμα von den Leichen im Kampfe gefallener Krieger gebraucht sein, welche durch die Genossen dem Feinde entrissen und aus dem Schlachtgetümmel hinweggerettet waren; dies νεκροὺς ἐρύειν spielt im Homer eine große Rolle; Iliad. 17, 692 ἀλλὰ σύ γ' αἶψ' Ἀχιλῆι εἰπεῖν, αἴ κε τάχιστα νέκυν ἐπὶ νῆα σαώσῃ γυμνόν; vgl. 24, 35. Von Menschen wird σῶμα bei Hom. Iliad. 7, 79. 22, 342 Odyss. 11, 53. 12, 67. 24, 187 gebraucht, von Thieren Iliad. 3, 23. 23, 169 und wahrscheinlich auch Iliad. 18, 161. – Vom lebendigen Leibe scheint das Wort zuerst bei Hesiod. O. 540 gebraucht zu sein, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 160. Zweifelhaft kann die Bedeutung in der einzigen sonst noch bekannten Hesiodeischen Stelle erscheinen, Sc. 426. – Vom lebendigen Leibe Pind. O. 6, 56 P. 8, 82 Aeschyl. Pers. 199 Soph. O. C. 200 Herodot. 1, 32. 139. So bei Att. oft; im Ggstz der Seele, des Geistes, ψυχὴ καὶ σῶμα Plat. Phaedr. 246 c; αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Rep. I, 328 d; τὰ εἰς τὸ σῶμα τιμήματα, Leibesstrafen, Aesch. 2, 139; – der ganze Mensch, die Person, rein körperlich gefaßt, Plat. Legg. X, 908 a; Xen. Cyr. 7, 5, 73; σώματα δοῦλα, ἐλεύθερα, Xen. Hell. 2, 1, 12; Mem. 3, 5, 2; Sp., wie Pol., oft; – von Leibeignen, Sklaven, σώματα αἰχμάλωτα δεῦρ' ἤγαγε Dem. Lpt. 76; vgl. Lob. Phryn. 378; – wie wir Leib und Leben, Gut und Blut sagen, so Griechisch σώματα καὶ χρήματα; τὰ ἑαυτῶν σώματα προέσθαι Xen. An. 1, 9, 12; σωμάτων στερηθῆναι 2, 1, 12. – Auch ein einzelnes Glied, bes. das Zeugungsglied, σῶμα παιδοποιόν, Ael. H. A. 17, 62. – Uebh. jedes Ganze, jede Gesammtheit, bes. ein aus mehrern Gliedern oder Theilen zusammengesetztes Ganzes, τὸ τοῦ κόσμ ου σῶμα Plat. Tim. 32 c.

Greek (Liddell-Scott)

σῶμα: τό, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρ., ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀρίσταρχος (ἴδε Ἀπολλ. Λεξ.), ἀείποτε τὸ νεκρὸν σῶμα, τὸ πτῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἐν ᾧ τὸ ζῶν σῶμα καλεῖται δέμας ― (οῦ ο ἀντίκειται πρὸς τὴν ἐτυμολογίαν τῆς λέξεως ἐκ τοῦ σάος, σῶς), ὥστε λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Ἰλ. Γ. 23 (ἔνθα ἴδε Heyn.), πρβλ. Σ. 161· σῶμα δὲ οἴκαδε ἐμὸν δόμεναι πάλιν Ζ. 79, Χ. 342· σὲ κατελείπομεν ἄθαπτον Ὀδ. Λ. 53· ὧν σώματ’ ἀκηδέα κεῖται Ω 187· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 426, Σιμωνίδ. 120, Ἡροδ. 7 167, Πινδ. καὶ Ἀττ.· μέγιστον σ. σποδοῦ = σ. μέγιστον ὃ νῦν σποδός ἐστι, Σοφ. Ἠλ. 758. 2) τὸ ζῶν σῶμα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 538, Βατραχομυομ. 44, Θεογν. 650, Πίνδ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· δόμοι καὶ σώματα Αἰσχύλ. Θήβ. 890 γενναῖος τῷ σ. Σοφ. Φιλ. 51· εὔρωστος τὸ σ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6· τὸ σ. σώζειν ἢ -εσθαι τὴν ζωήν, Δημ. 610 6, Θουκ. 1. 136· διασώζειν ἢ -εσθαι Ἰσοκρ. 125, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5. 13 περὶ πολλῶν σ. καὶ χρημάτων βουλεύειν Θουκ. 1 85· περὶ τοῦ σ. ἀγωνίζεσθαι, περὶ τῆς ζωῆς, Λυσί. 102 35 (ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, ὁ αὐτ. 167. 16, τοῦ σ. στερεῖσθαι Ἀντιφῶν 117. 19· τὸ σῶμα κακῶς ἔχοντα, πάσχοντα κατὰ τὸ σῶμα, Ξεν. Ἀπομν. 3 12, 1 ὡς βέλτιστα τὸ σῶμα ἔχειν, ἐν ἀρίστῃ καταστάσει, αὐτόθι 5. 3) σῶμα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πνεῦμα (εἴδωλον) Πινδ. Ἀποσπ. 96 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ψυχήν, Πλάτ. Γοργ. 493Α, Φαίδων 91C· τὰ τοῦ σ. ἔργα, τὰ σωματικὰ ἔργα, οἱ μόχθοι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 2· αἱ τοῦ σ. ἡδοναί, αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδ. (πρβλ. σωματικὸς) ὁ αὐτ. 1. 5, 6. Πλάτ. Πολ. 328D· τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα, αἱ σωματικαὶ ποιναί, Αἰσχίν. 46 31. 4) ζωϊκὸν σῶμα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τῶν φυτῶν, Πλάτ. Πολ. 564Α. ΙΙ. περιφρ., ἀνθρώπου σ. ἓν οὐδὲν ἄνθρωπος οὐδὲ εἷς, Ἡρόδ. 1. 32· μάλιστα παρὰ τοῖς Τραγ., σῶμα θηρὸς = ὁ θήρ, Σοφ. Ο. Κ. 1568· τεκέων σώματα = τέκνα, Εὐρ. Τρῳ. 202· τὸ σὸν σ. = σὺ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 301· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῶ ἐπὶ πολλῶν προσώπων, σῶμα τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1108, πρβλ. Ἱκέτ. 62· ― ἀκολούθως ἀπολ., ἄνθρωπος, τέτρασι δ’ ἔμπετες σωμάτεσσι Πινδ. Π. 8. 118 τὰ πολλὰ σ. οἱ πολλοί, Σοφ. Ἀντ. 676 λευκὰ γήρᾳ σ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909· σ. ἄδικα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 223, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 908Α, Ξεν., κλπ.· τὰ φίλτατα σ., ἐπὶ τέκνων, Αἰσχίν. 64. 42· ― συχν. ἐπὶ δούλων, σ. αἰχμάλωτα Δημ. 480 10, Πλούτ., κλπ.· σ. οἰκετικά, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 19· δοῦλα Πολυδ. Γ΄, 78· ἀντίθετον τῷ ἐλεύθερα σ., Ξενοφ. Ἑλλην. 2 1, 19, Πολύβ. κλπ.· καὶ ὕστερον ἡ λέξ. σῶμα κεῖται ἀπολ., ἐπὶ δούλων, Πολύβ. 12. 16. 5, Ἁρποκρ.· σ. γυναικεῖον, ᾆ ὄνομα... Ἐπιγραφ. Δελφ. 2, κλπ.· τὴν χρῆσιν ταύτην δὲν ἐγκρίνει ὁ Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Φρύν. 378. ΙΙΙ. καθόλου, σῶμα, σωματικὴ ἢ ὑλικὴ οὐσία, πρᾶγμα, σ. ἔμψυχον καὶ ἄψυχον Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, πρβλ. Πολιτικ. 288D, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 9, κ. ἀλλ.· ὁ λίθος σ. ἐστιν Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 25 φασὶν οἱ μὲν σῶμα εἶναι τὸν χρόνον, οἱ δὲ ἀσώματον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 215. IV. τὸ ὅλον πράγματός τινος, μάλιστα ἐπὶ ὁλοκλήρων μερῶν τοῦ σώματος, τὸ σ. τῶν νεφρῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 17, 15 τὰ σ. τῶν αἰσθητηρίων ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 43 σ. παιδοποιὸν Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 42· ― ἀκολούθως καθόλου, τὸ ὅλον σῶμα, τὸ ὅλον πράγματός τινος, ὑπὸ σώματι γᾶς Αἰσχύλ. Θήβ. 950· τὸ σῶμα τοῦ κόσμου, τοῦ παντὸς Πλάτ. Τίμ. 31Β, 32C ὕδωρ, ποταμοῦ σῶμα Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 43C, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σ. 266 ― τὸ σ. τῆς πίστεως, τὸ σῶμα τῆς ἀποδείξεως, δηλ. ἀποδείξεις, ἐπιχειρήματα, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 3· τῆς λέξεως Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 560· - ἐπὶ τοῦ συνόλου συγγραμάτων, Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 1, 4, πρβλ. Εὐστ. 170. 23, κλπ. 2) παρὰ τοῖς Μαθημ. σχῆμα τριῶν διαστάσεων, στερεόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἐπιφάνειαν, κλπ., Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13, 2, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. corps ; p. opp. à l’âme ψυχή ; particul. :
1 dans Hom. corps mort, cadavre (en parl. d’un corps vivant δέμας);
2 postér. corps vivant : τὸ σῶμα σῴζειν THC, διασῴζειν XÉN sauver sa vie ; περὶ τοῦ σώματος κινδυνεύειν ISOCR exposer sa vie ; être animé, homme ou animal : τὸ σὸν σῶμα EUR ta personne, càd toi ; σῶμα ἀνικάτου θηρός SOPH le corps du monstre invincible, pour le monstre invincible, càd Cerbère ; τὰ πολλὰ σώματα SOPH c. οἱ πολλοί la plupart ; δοῦλα καὶ ἐλεύθερα σώματα XÉN êtres esclaves et libres ; particul. avec idée de dédain σώματα οἰκετικά ESCHN serviteurs;
3 matière, objet tangible, p. opp. à ce qui est insaisissable (comme un souffle, une ombre, etc.) ; le point capital, le fondement : τῆς πίστεως ARSTT le corps de la preuve;
II. partie du corps, organe avec l’indication de l’organe dont on veut parler.
Étymologie: orig. inconnue ; pê p. *σκῶμα, de la R. Σκυ couvrir, envelopper.

English (Autenrieth)

ατος: dead body, corpse, carcase.

English (Slater)

(-α nom., voc.; -άτεσσι, -ασι, -ατ(α).)
   1 body of men, animals, dead or alive. ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (O. 6.56) ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (O. 9.34) τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι (P. 8.82) σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν (v.l. σώματι, unde σώματι ἀσθμαίνοντι coni. Tricl.) (N. 3.47) λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (N. 9.23) ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ fr. 131. 1. “πυρὶ δ' ὑπνόωντε σώματα” (of oxen) fr. 168. 4. dub. ]σῴμᾳτ ἀποφθιμένων (legit Welcker, Ambrosch: non vidit Schwartz) Θρ. 3. 5.

English (Abbott-Smith)

σῶμα, -τος, τό, [in LXX for גְּוִיָּה,בָּשָׂר, etc., and for Aram. נְבֵלָה;]
a body.
1.Prop., of the human body,
(a)as always in Hom. (opp. to δέμας), of the dead body: Mt 27:58, 59 Mk 15:43, al.;
(b)of the living body: Lk 11:34, I Co 6:13, al.; ἐν σ. εἶναι, He 13:3; as the instrument of the soul, τὰ διὰ τοῦ σ., II Co 5:10; opp. to πνεῦμα, Ro 8:10, I Co 5:3 7:4, Ja 2:26; to ψυχή, Mt 6:25 10:28, Lk 12:22 (cf. Wi 1:1, al.); to τὸ π. καὶ ἡ ψ., I Th 5:23; σ. ψυχικόν, opp. to σ. πνευματικόν, I Co 15:44; ὁ ναὸς τοῦ σ. αὐτοῦ (gen. epexeg.), Jo 2:21; τὸ σ. τ. ταπεινώσεως (Hebraistic "gen. of definition"; M, Pr., 73f.; Bl., §35, 5), opp. to τὸ σ. τ. δοξῆς αὐτοῦ, Phl 3:21; similarly, τὸ σ. τ. σαρκός, Col 1:22; σ. τοῦ θανάτου (subject to death), Ro 7:24; σ. τ. ἁμαρτίας, Ro 6:6;
(c)periphr., ἀνθρώπου, then absol., σῶμα (Soph., Xen., al.), a person, and in later writers (Polyb., al.), a slave: Re 18:13 (cf. MM, i, ii, xxiv; Deiss., BS, 160).
2.Of the bodies of animals: living, Ja 3:3; dead, He 13:11 ( Ex 29:14, al.).
3.Of inanimate objects (cf. Eng. "heavenly bodies"): I Co 15:37, 38 40 (Diod., al.).
4.Of any corporeal substance (Plat., al.): opp. to σκιά, Col 2:17. Metaph., of a number of persons united by a common bond; in NT, of the Church as the spiritual body of Christ: Ro 12:5, I Co 10:16, 17 12:13, 27, Eph 1:23 2:16 4:4, 12, 16 5:23, 30, Col 1:18, 24 2:19 3:15; ἓν σ. κ. ἓν πνεῦμα, Eph 4:4.

English (Strong)

from σώζω; the body (as a sound whole), used in a very wide application, literally or figuratively: bodily, body, slave.

English (Thayer)

σώματος, τό (apparently from σῶς 'entire' (but cf. Curtius, § 570; others from the root, ska, sko, 'to cover', cf. Vanicek, p. 1055; Curtius, p. 696)), the Sept. for בָּשָׂר, גְּוִיָּה, etc.; נְבֵלָה (a corpse), also for Chaldean גֶּשֶׁם; a body; and:
1. the body both of men and of animals (on the distinction between it and σάρξ see σάρξ, especially 2at the beginning; (cf. Dickson, St. Paul's use of 'Flesh' and 'Spirit', p. 247ff));
a. as everywhere in Homer (who calls the living body δέμας and not infreqently in subsequently Greek writings, a dead body or corpse: universally, Prayer of Manasseh, R G; (R G); τό σῶμα τίνος, Hesiod down, the living body: — of animals, τό σῶμα, absolutely, ἐν σώματι εἶναι, of earthly life with its troubles, τό αἷμα, τό σῶμα and τά μέλη of it, τό σῶμα the temple of τό ἅγιον πνεῦμα, τά διά τοῦ σωματου namely, πραχθεντα, τό πνεῦμα, in ἡ ψυχή, in ἡ ψυχή and τό πνεῦμα together, in σῶμα ψυχικόν and σῶμα πνευματικόν are distinguished, πνευματικός, 1and ψυχικός, a.); τό σῶμα τίνος, Winer's Grammar, 187 (176)), etc.; ὁ ναός τοῦ σωματου αὐτοῦ, the temple which was his body, τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, the body of our humiliation (subjective genitive), i. e. which we wear in this servile and lowly human life, opposed to τό σῶμα τῆς δόξης αὐτοῦ (i. e. τοῦ Χριστοῦ), the body which Christ has in his glorified state with God in heaven, διά τοῦ σωματου τοῦ Χριστοῦ, through the death of Christ's body, διά τῆς προσφοράς τοῦ σωματου Ἰησοῦ Χριστοῦ, through the sacrificial offering of the body of Jesus Christ, τό σῶμα τῆς σαρκός, the body consisting of flesh, i. e. the physical body (tacitly opposed to Christ's spiritual body, the church, see 3below), σῶμα τοῦ θανάτου, the body subject to death, given over to it (cf. Winer's Grammar, § 30,2 β.), ἡ σάρξ:, and in the flesh also the incentives to sin (see σάρξ, 4), gives origin to the following phrases: μή βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι, Winer's Grammar, 524 (488)); αἱ πράξεις τοῦ σώματος, σῶμα τῆς ἁμαρτίας, the body subject to, the thrall of, sin (cf. Winer's Grammar, § 30,2 β.), τό σῶμα τῆς σαρκός, subject to the incitements of the flesh, has τό σῶμα τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός). δοξάζετε τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν, μεγαλύνειν τόν Χριστόν ἐν τῷ σώματι, εἴτε διά ζωῆς, εἴτε διά θανάτου, παραστῆσαι τά σώματα θυσίαν ... τῷ Θεῷ (i. e. by bodily purity (cf. Meyer at the passage)), σώματα; once so in the N. T.: Vulg. correctly translates by mancipia (A. V. slaves) (σώματα τοῦ οἴκου, σώματα καί κτήνη, Ἰουδαικα σώματα, Lob. ad Phryn., p. 378f (add (from Sophocles Lexicon, under the word), Polybius 1,29, 7; 4,38, 4, also 3,17, 10 bis); the earlier and more elegant Greek writings said σώματα δοῦλα, ὀικετικα, etc.).
2. The name is transferred to the bodies of plants, σώματα ἐπουράνια, bodies celestial, i. e. the bodies of the heavenly luminaries and of angels (see ἐπουράνιος, 1), and σώματα ἐπίγεια, bodies terrestrial (i. e. bodies of men, animals, and plants), ἅπαν σῶμα τῆς τῶν ὅλων φύσεως ... τό σῶμα τοῦ κόσμου, diod. 1,11).
3. tropically σῶμα is used of a (large or small) "number of men closely united into one society, or family as it were; a social, ethical, mystical body"; so in the N. T. of the church: τοῦ Χριστοῦ added, ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, ἡ σκιά and τό σῶμα are distinguished as the shadow and the thing itself which casts the shadow: σκιάν αἰτησόμενος βασιλείας, ἧς ἥρπασεν ἑαυτῷ τό σῶμα, Josephus, b. j. 2,2, 5; (Philo de confus. ling. § 37; Lucian, Hermot. 79)).

Greek Monolingual

το / σῶμα, ΝΜΑ
1. το σύνολο τών μελών και τών οργάνων που απαρτίζουν έναν ζωντανό οργανισμό (α. «έχει αθλητικό σώμα» β. «ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός», ΚΔ
γ. «...τὸ σῶμα μάλα εὔρωστος καὶ ἄλλως φιλόπονος», Ξεν.)
2. το κορμί, η υλική υπόσταση του ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή ή το πνεύμα (α. «είμαι η ψυχή και ντύθηκα το σώμα για να σέ βρω», Παλαμ.
β. «ἀσθενεῑ τὸ σῶμα, ἀσθενεῑ μου καὶ ἡ ψυχή», Παρ. Καν.
γ. «φοβεῑται μὴ ἡ ψυχὴ ὅμως καὶ θειότερον καὶ κάλλιον ὂv τοῦ σώματος προαπολλύηται», Πλάτ.)
3. λείψανο, πτώμα (α. «η πατρική γη θα δεχθεί σε λίγο το σώμα του...» β. «Ἰωσὴφ τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾱτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῡ», ΚΔ
γ. «σῶμα γὰρ... κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον», Ομ. Οδ.)
4. η μάζα, η ύλη από την οποία αποτελείται ένα αντικείμενο (α. «ο νόμος της πτώσης τών σωμάτων» β. «ὁ λίθος σῶμά ἐστι», Λουκιαν.)
5. μαθημ. σχήμα με τρεις διαστάσεις, στερεό, σε αντιδιαστολή προς το επίπεδο ή την επιφάνεια (α. «στερεά σώματα» β. «σῶμά δέ ἐστι, τὸ τριχῇ διαστατόν, ἤγουν τὸ ἔχον μῆκος καὶ πλάτος καὶ βάθος, ἤτοι πάχος», Δαμασκ.)
6. το ευχαριστιακό σώμα του Χριστού, ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας («λάβετε, φάγετε, τοῡτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ)
7. το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας, με τον Χριστό ως κεφαλή και τους αγίους, τον κλήρο και τους πιστούς ως μέλη (α. «οι αιρετικοί αποκόπτονται από το σώμα της Εκκλησίας» β. «τοῡ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «σῶμα τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἶκον θεοῡ ἐκ λίθων ζώντων οἰκοδομούμενον», Ωριγ.)
8. το ουσιώδες μέρος βιβλίου (α. «ποια άποψη υποστηρίζει στο σώμα της διατριβής;» β. «ὡς ἂν μὴ τὸ σῶμα τῆς παρούσης ἡμῖν διακόπτοιτο ἱστορίας», Ευσ.
γ. «ὡς τὸ σῶμα καὶ τὸ ὕφος τῆς προφητείας ὑπαγορεύει», Κλήμ. Αλ.)
9. ανθρώπινη ύπαρξη, άτομο (α. «για να κλαύσετε τα σώματα / που θε να βρει η συμφορά», Σολωμ.
β. «τῶν δ' ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλά σώμαθ' ἡ πειθαρχία», Σοφ.)
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο τών κυττάρων που αποτελούν τη μάζα ενός φυτού ή ενός ζώου με εξαίρεση τα γεννητικά κύτταρα
2. (φιλοσ.) γενικός χαρακτηρισμός για πράγματα αντιληπτά με τις αισθήσεις
3. μαθημ. το σύνολο τών αριθμών που προκύπτουν από αλγεβρικό αριθμό, όταν αυτός συνδυάζεται προς τους ρητούς συντελεστές με τις τέσσερεις στοιχειώδεις πράξεις
4. το κύριο μέρος ενός συνόλου, σε αντιδιαστολή προς τα άκρα ή τα παραρτήματα («το σώμα της μηχανής»)
5. στρ. α) στρατιωτική δύναμη με δική της διοίκηση (α. «έφιππο σώμα» β. «άτακτα σώματα»)
β) τμήμα στρατού, ιδίως τεχνικών, σε αντιδιαστολή με το όπλο (α. «το σώμα του μηχανικού» β. «το υγειονομικό σώμα»)
6. φρ. α) «ψυχή τε και σώματι» — ολόψυχα, ολοκληρωτικά
β) «σώμα με σώμα» ή «σώμα προς σώμα»
(για μάχη) εκ του συστάδην, με άμεση συμπλοκή με τον εχθρό
γ) «εν σώματι» — όλοι μαζί, με όλα τα μέλη ενός συνόλου
δ) «απλό σώμα»
χημ. άλλη ονομασία του χημικού στοιχείου
ε) «αστρικό σώμα»
αστρον. το ουράνιο σώμα
στ) «ετερόφωτο σώμα»
αστρον. ουράνιο σώμα, χωρίς δικό του φως, που ανακλά το φως του Ηλίου το οποίο προσπίπτει επάνω του
ζ) «ακτινωτό σώμα»
ανατ. μοίρα του αγγειώδους χιτώνα του οφθαλμού με πάρα πολλές προσεκβολές, από τις οποίες αναρτάται ο κρυσταλλοειδής φακός
η) «ραβδωτό σώμα»
ανατ. φαιά μάζα στη βάση του εγκεφάλου του ανθρώπου
θ) «ξένο σώμα» ή αλλότριο σώμα»
i) ιατρ. σώμα που δεν αποτελεί μέρος του οργανισμού αλλά έχει εισέλθει από έξω ή έχει σχηματιστεί μέσα του
ii) (κτην.) αντικείμενο που προσλαμβάνεται μαζί με την τροφή από μυρηκαστικά και το οποίο, όταν είναι αιχμηρό, μπορεί να προκαλέσει τραυματική δικτυοπεριτονίτιδα λόγω μετανάστευσης διά μέσου του πεπτικού σωλήνα προς το διάφραγμα και την καρδιά
ι) «κοκκιώδες σώμα»
ιατρ. ονομασία λευκοκυττάρου μεγάλων διαστάσεων, που είναι γεμάτο με λιπώδεις κοκκιάσεις και απαντά σε αφθονία σε περιπτώσεις βλαβών του νευρικού συστήματος, ιδιαίτερα στην εγκεφαλική μαλάκυνση και σε άλλες εκφυλιστικές διεργασίες
ια) «κεντρικό σώμα»
βιολ. κεντρική χρωματινική μάζα τών κυανοφυκών, η οποία θεωρείται ως διάχυτος πυρήνας
ιβ) «μέλαν σώμα»
φυσ. βλ. μέλας
ιγ) «νομοθετικό σώμα»
(νομ.) βλ. νομοθετικός
ιδ) «σώμα του εγκλήματος»
(νομ.) το όργανο που χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση του εγκλήματος
ιε) «σώμα εφοδιασμού και μεταφορών» — οργανωμένο σώμα του στρατού ξηράς, το οποίο έχει την ευθύνη για τη μεταφορά τών στρατευμάτων, όπου απαιτηθεί, και για τον εφοδιασμό και ανεφοδιασμό του στρατού σε καιρό ειρήνης ή πολέμου
ιστ) «σώμα στρατού»
στρ. μορφή σχηματισμού του στρατού ξηράς που αποτελείται από σύνολο μεραρχιών και συγκροτημάτων διαφόρων όπλων και σωμάτων, υπό την ενιαία διοίκηση αντιστρατήγου
ιζ) «σώμα υλικού πολέμου»
στρ. σώμα του στρατού ξηράς του οποίου αποστολή είναι να αποθηκεύει και να εφοδιάζει τις μονάδες με υλικό πολέμου
νεοελλ.-μσν.
1. σύνολο προσώπων που συγκροτούν θρησκευτική κοινότητα, οργάνωση, τάξη, ομάδα με καθορισμένες αρμοδιότητες (α. «δικαστικό σώμα» β. «νομοθετικό σώμα» γ. «τῷ προειρημένῳ σώματι τών Χριστιανῶν», Ευσ.)
2. συγκροτημένο βιβλίο, τόμος μετά τη βιβλιοδεσία (α. «έχουν απομείνει είκοσι σώματα του πρώτου τόμου» β. «βιβλίον ἔχον ὅλην τὴν νέαν διαθήκην ἐν σώματι πολὺ καλῷ», Μόσχ. Ι.)
3. φρ. «ουράνιο(ν) σώμα» — γενικός χαρακτηρισμός για τους πλανήτες, τους αστέρες και τους γαλαξίες
μσν.
προσωπική εργασία, προσωπική αγγαρεία («κελεύει δὲ ἐκ τούτων ὀκτακόσια μὲν ἐν σώματι λειτουργεῖν, τὰ δὲ λοιπὰ ἐν ἀπαργυρισμῷ», Αθ. Σχιλ.)
μσν.-αρχ.
1. μορφή, κατά λέξιν σημασία τών γραφών («μή τὸ σῶμα τῆς ἐπιστολῆς ἀναγινώσκειν μόνον, αλλὰ καὶ τὴν κάτω κειμένην πρόσρησιν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. φρ. «αἱ τοῦ σώματος ἡδοναί» ή «αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί» — οι σαρκικές απολαύσεις, κυρίως η σεξουαλική ηδονή (Πλάτ. Μηναί.)
αρχ.
1. υλική ύπαρξη («ἢ μέγεθός ἐστιν ἢ σῶμά ἐστι», Πλάτ.)
2. φρ. α) «τὰ τοῦ σώματος ἔργα» — οι σωματικοί κόποι, η χειρωνακτική εργασία (Ξεν.)
β) «τὰ εἰς τὸ σῶμα ἀδικήματα» — αδικήματα που στρέφονται κατά της σωματικής ακεραιότητας πάπ.
γ) «οἰκετικὰ σώματα» — οι δούλοι (Αισχίν.)
δ) «σῶμα παιδοποιόν» — το γεννητικό όργανο (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αρχαία, η οποία παραμένει δυσερμήνευτη όπως και τ. άλλων ΙΕ γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λατ. corpus). Κατά μία άποψη, η λ. σώμα έχει προέλθει από έναν τ. tuōmn με αρχική σημ. «φούσκωμα, πρήξιμο» (< ΙΕ ρίζα tēu- «φουσκώνω») και συνδέεται, επομένως, με τον τ. σω-ρός, ο οποίος εμφανίζει διαφορετικό επίθημα (βλ. και λ. σώος). Έχουν επίσης απόψεις για διάφορες άλλες συνδέσεις, όπως π.χ. με το ρ. σήπομαι (μέσω ενός τ. σῶπ-μα), με το ρ. σίνομαι «βλάπτω» ή με το αρχ. ινδ. styā «πήζω, γίνομαι σκληρός», οι οποίες, όμως, παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Η λ. απαντά ως β' συνθετικό πολλών λ. με τις μορφές -σώματος (από το θ. της γεν.) και σπανιότερα -σωμος.
ΠΑΡ. σωματίδιο(ν), σωματικός, σωμάτιο(ν), σωματώδης
αρχ.
σωματίζω, σωμάτινος
αρχ.-μσν.
σωματότης, σωματώ
μσν.- νεοελλ.
σωματείο(ν)
νεοελλ.
σωματάκι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σωμασκία, σωματέμπορος, σωματοφύλακα(-αξ)
αρχ.
σωματεκμαγείον, σωματεμπορώ, σωματοβλάβεια, σωματοθήκη, σωματοκάπηλος, σωματομαχώ, σωματοπλαστώ, σωματοπλόκος, σωματοποιός, σωματοπρεπής, σωματοτροφείον, σωματοφθορώ, σωματοφορδός, σωματοφυής, σωματοφυλάκιον
αρχ.-μσν.
σωματοειδής, σωματοποιώ, σωματουργός, σωματοφθόρος, σωματοφόρος
μσν.
σωματέμψυχος, σωματηγός, σωματοβόρος, σωματογραφώ, σωματοεμψυχωμένως, σωματοκτόνος, σωματομιξία, σωματόμορφος, σωματοπράτης, σωματόστρωτος, σωματοτροφώ, σωματοφρουρητήρ, σωματοψύχως, σωμαφορώ, σωμεραστής, σωμόβουβλον
νεοελλ.
σωματάρχης, σωματογνωσία, σωματογραφία, σωματολογία, σωματομετρία, σωματόπλασμα, σωματοσκοπία, σωματοτονία, σωματοτροπίνη, σωματοτρόπος. (Β' συνθετικό) ασώματος / άσωμος, βαρύσωμος, βραχύσωμος, ενσώματος, εύσωμος / -σώματος, λεπτόσωμος, μεγαλόσωμος / -σώματος, ολοσώματος / ολόσωμος, πλατύσωμος, σύσσωμος / -σώματος
αρχ.
απαλοσώματος, δισώματος / δίσωμος, επισώματος / επίσωμος, ηδυσώματος, θηλυκόσωμος, ισοσώματος / ισόσωμος, ισχυροσώματος, κοιλοσώματος, λευκοσώματος, λιμνοσώματος, μαλακόσωμος, μεγιστόσωμος, μελανοσώματος, μισοσώματος, μονόσωμος, ολιγοσώματος, παντοσώματος, πολυσώματος, πυρισώματος, σκληροσώματος, στερνοσώματος, στερροσώματος, τρισώματος / τρίσωμος, τρυγοσώματος, φιλοσώματος
νεοελλ.
γιγαντόσωμος, γυμνόσωμος, ισχνόσωμος, καλλίσωμος, κοντόσωμος, μακρόσωμος, μικρόσωμος, παχύσωμος, υψηλόσωμος, χοντρόσωμος, ωραιόσωμος].

Greek Monotonic

σῶμα: -ατος, τό (αμφίβ. προέλ.)·
I. 1. ανθρώπινο σώμα· στον Όμηρ. σημαίνει πάντοτε νεκρό σώμα, πτώμα, σορός ανθρώπου, λείψανο, ενώ το ζωντανό σώμα ονομάζεται δέμας.
2. ζωντανό σώμα, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ σῶμα σῴζειν ή σῴζεσθαι, σώζω τη ζωή μου, σε Δημ., Θουκ.· ἔχειν τὸ σῶμα κακῶς, ὡς βέλτιστα, πάσχω ως προς το σώμα, είμαι σε άριστη σωματική κατάσταση, σε Ξεν.
3. σώμα, αντίθ. προς την ψυχή (ψυχή), σε Πλάτ. κ.λπ.· τὰ τοῦ σώματος ἔργα, σωματικοί μόχθοι, σε Ξεν.· τὰ εἰς τὸ σῶμα τιμήματα, σωματικές ποινές, τιμωρίες, σε Αισχίν.
II. περιφρ., ἀνθρώπου σῶμα = ἄνθρωπος, σε Ηρόδ.· ιδίως στους Τραγ., σῶμα θηρὸς = ὁ θήρ, σε Σοφ. κ.λπ.· συχνά, λέγεται για δούλους, σώματα αἰχμάλωτα, σε Δημ. κ.λπ.
III. γενικά, σώμα, κάθε υλική ή σωματική ουσία ή υπόσταση, πράγμα, σε Πλάτ. κ.λπ.
IV. το όλο σώμα ή το σύνολο κάποιου πράγματος· ὑπὸσώματι γῆς, σε Αισχύλ.· τὸ σῶμα τῆς πίστεως, το σώμα της απόδειξης, δηλ. αποδείξεις, επιχειρήματα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σῶμα: ᾰτος τό (Pind. dat. pl. σωμάτεσσι)
1) (мертвое) тело, труп Hom., Hes., Her., Pind.: σ. σποδοῦ Soph. сожженный труп;
2) живое тело Hes., Pind., Her.: αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδοναί Plat. плотские наслаждения; τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα Aeschin. телесные наказания;
3) человек (δόμοι καὶ σώματα Aesch.; σώματα καὶ χρήματα Thuc.): καὶ χρήματα καὶ τὰ ἑαυτῶν σώματα Xen. (их) имущество и они сами;
4) жизнь: τὸ σ. (δια)σώζειν или (δια)σώζεσθαι Thuc., Isocr., Xen., Dem. спасать свою жизнь; τῶν σωμάτων στερηθῆναι Xen. лишиться жизни; περὶ τοῦ σώματος ἀγωνίζεσθαι Lys. бороться за свою жизнь;
5) (описательно, без перевода): τὸ σὸν σ. Eur. = σύ; τὰ πολλὰ σώματα Soph. = οἱ πολλοί; σ. ἀνικάτου του θηρός Soph. = ὁ ἀνίκατος θήρ; δοῦλα καὶ ἐλεύθερα σώματα Xen. = δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι;
6) раб Polyb.;
7) основа, сущность (τῆς πίστεως Arst.);
8) физ., мат. тело: μεγέθους τὸ ἐπὶ τρία σ. (ἐστιν) Arst. то, что имеет три измерения, есть тело;
9) совокупность, масса, система (τοῦ κόσμου Plat.);
10) анат. орган, аппарат: τὸ σ. τῶν νεφρῶν Arst. почки.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῶμα, -ατος, τό dood lichaam, lijk (bij Hom. steeds in deze bet. ); zelden na Hom.:; σώματα ὅλα καταγίζων lijken in hun geheel verbrandend Hdt. 7.167; τὸ σῶμα τοῦ τεθνεῶτος het lichaam van de dode Plat. Resp. 469d; kadaver:. λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας een leeuw is blij als hij stuit op een groot kadaver Il. 3.23. lichaam, lijf:; τὰ οὐνόματα σφι ἐόντα ὅμοια τοῖσι σώμασι hun namen die in overeenstemming zijn met hun lichamen Hdt. 1.139; overdr. leven:. ἀγαπῶντες ὅτι τὰ σώματα διεσωσάμεθα blij dat wij het vege lijf gered hebben Xen. An. 5.5.13. persoon:; σῴζει τὰ πολλὰ σώματα ἡ πειθαρχία gehoorzaamheid aan de leiding redt de meeste personen (van de stad) Soph. Ant. 676; μηδέ... περὶ πολλῶν σωμάτων... βουλεύσωμεν laten we niet over vele personen beslissen Thuc. 1.85.1; als omschrijving:; ἀνθρώπου σῶμα een menselijk individu Hdt. 1.32.8; σῶμα θηρός het beest (Cerberus) Soph. OC 1568; jur. als rechtspersoon civiele status, bestaan:. μέρος ἠτιμῶσθαι τοῦ σώματος dat hij een deel van zijn burgerstatus kwijt is (nl. iem. die drie maal iets onwettigs heeft voorgesteld) Dem. 51.12. lichaam (als substantie):; τὸ μὲν σῶμά ἐστιν ἡμῖν σῆμα ons lichaam is voor ons een graf Plat. Grg. 493a; christ..; τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου dit is mijn lichaam (bij eucharistie) NT Mt. 26.26; overdr.. οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ wij zijn allen tezamen één lichaam in Christus NT Rom. 12.5. lichaam, massa:; ὑπὸ δε σώματι γᾶς πλοῦτος ἄβυσσος ἔσται onder hun lichaam zal een onmetelijke rijkdom van aarde zijn Aeschl. Sept. 949; τὸ σῶμα τοῦ κόσμου de wereldmassa Plat. Tim. 32c; hoofdbestanddeel, kern:. ὅπερ ἐστὶ σῶμα τῆς πίστεως wat de kern van de bewijsvoering is Aristot. Rh. 1354a15.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: living or dead body (Il.; in Hom. the meaning corpse is necessary or possible; cf. Herter Charites E. Langlotz gewidmet [Berlin 1957] 206ff. w. lit.), person (Att. etc.), slave (hell. a. late.; on development and spread of the meaning E. Kretschmer Glotta 18, 80 f.); metaph. totality (A., Pl., Arist. etc.), text of a document (pap.).
Compounds: Compp., e.g. σωματο-φύλαξ bodyguard (hell. a. late); univerbation σωμ-ασκ-ία f. bodily exercise (Pl., X. a.o.) from σῶμα ἀσκέω; to this as backformation σω-μασκ-έω to do bodily exercise (X., Plb. etc.); τρι-σώματος three-bodied (A., E.), late τρί-σωμος id. (An. Ox.); on the stemvariation s. Schwyzer 450.
Derivatives: 1. Dimin. σωμάτ-ιον n. (Pl. Com., Arist. etc.; mostly depreciatory). 2. -ίδιον n. text of a document (pap.). 3. -εῖον n. corporate body, college (Cod. Just.). 4. -ικός bodily (Arist. etc.), -ινος id. (gloss.), -ώδης bodily (Arist. a.o.). 5. -όομαι, -όω (ἐν-, ὑπο-) to be embodied, to embody (Arist., Thphr. a.o.) with -ωσις f. (Thphr. a.o.). 6. -ίζω (δια-, ἐν-) to edit a text with -ισμός m. (pap.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For body the IE languages have several expressions, of which only Lat. corpus a. cogn. (e.g. Skt. kr̥p-) has found a wide use and can claim a high date. A convincing connection for the Greek formation σῶ-μα has not been found. Formally resemble both σω-λήν and σω-ρός; if one connects the last, σῶμα must continue *tu̯ō-mn̥ with a basic meaning compactness, swelling (since Froehde BB 14, 108). Other proposals, all for diff. reasons doubtable or uncertain: from *σῶπ-μα to σήπομαι, σαπρός (Wackernagel KZ 30, 298f. = Kl. Schr. 1, 661 f.); to ἐπί-σσωτρον (Schwyzer 523; asking); from *(s)ti̯ō-mn̥ "what becomes stiff" to Skt. styā- flow, get stiff (Thieme KZ 78, 114 A. 4); to σίνομαι (abl. (i)-: si-) as object of σίνεσθαι (Koller Glotta 37, 276 ff.; agreeing Harrison The Phoenix 14, 64). -- Cf. σωρός; also W.-Hofmann s. tōmentum.

Middle Liddell

σῶμα, ατος, τό, [deriv. uncertain]
I. the body of a man: in Hom. always the dead body, corpse, carcase, whereas the living body is δέμας.
2. the living body, Hes., Hdt., attic; τὸ ς. σώζειν or -εσθαι to save one's life, Dem., Thuc.; ἔχειν τὸ ς. κακῶς, ὡς βέλτιστα, to be in a bad, a good state of body, Xen.
3. body, as opp. to the soul (ψυχή), Plat., etc.; τὰ τοῦ ς. ἔργα bodily labours, Xen.; τὰ εἰς τὸ ς. τιμήματα bodily punishments, Aeschin.
II. periphr., ἀνθρώπου σῶμα = ἄνθρωπος, Hdt.; especially in Trag., σῶμα θηρός = ὁ θήρ, Soph., etc.:—often of slaves, ς. αἰχμάλωτα Dem., etc
III. generally, a body, i. e. any material substance, Plat., etc.
IV. the whole body or mass of a thing, ὑπὸ σώματι γῆς Aesch.; τὸ ς. τῆς πίστεως the body of the proof, Arist.

Frisk Etymology German

σῶμα: {sō̃ma}
Grammar: n.
Meaning: ‘lebendiger od. toter Körper, Leib’ (seit Il.; bei Hom. ist überall die Bed. Leichnam notwendig od. möglich; vgl. Herter Charites E. Langlotz gewidmet [Berlin 1957] 206ff. m. Lit.), Person (att. usw.), Sklave (hell.u.sp.; zur Bed.-entw. und Verbreitung E. Kretschmer Glotta 18, 80 f.); übertr. Gesamtheit (A., Pl., Arist. usw.), Text eines Dokuments (Pap.).
Composita : Kompp., z.B. σωματοφύλαξ Leibwächter (hell. u. sp.); Univerbierung σωμασκία f. Leibesühung (Pl., X. u.a.) von σῶμα ἀσκέω; dazu als Rückbildung σωμασκέω Leibesübungen anstellen (X., Plb. usw.); τρισώματος dreileibig (A., E.), spät τρίσωμος ib. (An. Ox.); zum Stammwechsel vgl. Schwyzer 450.
Derivative: Davon 1. Demin. σωμάτιον n. (Pl. Kom., Arist. usw.; meist herabsetzend). 2. -ίδιον n. Text eines Dokuments (Pap.). 3. -εῖον n. Körperschaft, Kollegium (Cod. Just.). 4. -ικός körperlich (Arist. usw.), -ινος ib. (Gloss.), -ώδης körperlich (Arist. u.a.). 5. -όομαι, -όω (ἐν-, ὑπο-) verkörpert werden, verkörpern (Arist., Thphr. u.a.) mit -ωσις f. (Thphr. u.a.). 6. -ίζω (δια-, ἐν-) einen Text redigieren mit -ισμός m. (Pap.).
Etymology : Für Körper, Leib besitzen die idg. Sprachen mehrere Ausdrücke, unter denen nur lat. corpus u. Verw. (z.B. aind. kr̥p-) einen ausgedehnten Gebrauch gefunden haben und ein hohes Alter beanspruchen können. Eine überzeugende Anknüpfung für die rein griechische Bildung σῶμα ist bisher nicht nachgewiesen. Formal liegen sowohl σωλήν wie σωρός nahe; bei der letztgenannten Kombination ist für σῶμα aus *tu̯ō-mn̥ eine Grundbedeutung Gedrungenes, Anschwellung angenommen worden (seit Froehde BB 14, 108). Andere Vorschläge, alle aus verschiedenen Gründen ebenfalls anfechtbar oder unsicher: aus *σῶπμα zu σήπομαι, σαπρός (Wackernagel KZ 30, 298f. = Kl. Schr. 1, 661 f.); zu ἐπίσσωτρον (Schwyzer 523; fragend); aus *[s]ti̯ō-mn̥ "das, was steif wird" zu aind. styā- gerinnen, steif werden (Thieme KZ 78, 114 A. 4); zu σίνομαι (Abl. [i]-: -) als Gegenstand des σίνεσθαι (Koller Glotta 37, 276 ff.; zustimmend Harrison The Phoenix 14, 64). — Vgl. σωρός; auch W.-Hofmann s. tōmentum.
Page 2,842-843

Chinese

原文音譯:sîma 所馬
詞類次數:名詞(146)
原文字根:身體 相當於: (בָּשָׂר‎) (גְּוִיָּה‎)
字義溯源:身體,身,體,身子,身上,本身,肉身,形體,活的身體,死的身體,死人,屍首,屍體;(有如一個)完全的整體,源自(ἐκσῴζω / σῴζω)=救),而 (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥,安全)
同源字:1) (σύσσωμος)同為一體 2) (σῶμα)身體 3) (σωματικός)形體的 4) (σωματικῶς)有形地
出現次數:總共(142);太(13);可(4);路(13);約(6);徒(1);羅(13);林前(47);林後(10);加(1);弗(9);腓(3);西(8);帖前(1);來(5);雅(5);彼前(1);猶(1);啓(1)
譯字彙編
1) 身體(93) 太6:25; 太6:25; 太10:28; 太10:28; 太26:26; 太27:52; 太27:58; 太27:59; 可14:8; 可14:22; 可15:43; 路11:34; 路12:4; 路12:22; 路12:23; 路22:19; 路23:52; 路23:55; 路24:3; 路24:23; 約2:21; 約19:38; 約19:38; 約19:40; 約20:12; 羅1:24; 羅4:19; 羅6:6; 羅6:12; 羅7:4; 羅7:24; 羅8:10; 羅8:11; 羅8:13; 羅8:23; 羅12:1; 羅12:4; 林前5:3; 林前6:13; 林前6:13; 林前6:15; 林前6:18; 林前6:18; 林前6:19; 林前6:20; 林前7:4; 林前7:4; 林前7:34; 林前9:27; 林前10:16; 林前10:17; 林前11:24; 林前11:29; 林前12:12; 林前12:12; 林前12:12; 林前12:13; 林前12:14; 林前12:15; 林前12:15; 林前12:16; 林前12:16; 林前12:18; 林前12:19; 林前12:20; 林前12:24; 林前12:25; 林前12:27; 林前13:3; 林前15:35; 林前15:44; 林前15:44; 林前15:44; 林前15:44; 林後5:6; 林後5:8; 弗1:23; 弗4:4; 弗4:12; 弗4:16; 弗5:23; 弗5:28; 腓3:21; 腓3:21; 西1:18; 西1:24; 西2:23; 西3:15; 來10:10; 來10:22; 雅2:16; 雅2:26; 彼前2:24;
2) 身(25) 太5:29; 太5:30; 太6:22; 太26:12; 路11:34; 路11:36; 羅12:5; 林前11:27; 林前12:17; 林後4:10; 林後4:10; 林後5:10; 林後12:2; 林後12:2; 林後12:3; 林後12:3; 加6:17; 弗4:16; 腓1:20; 西1:22; 西2:11; 西2:19; 雅3:2; 雅3:3; 雅3:6;
3) 形體(4) 林前15:37; 林前15:38; 林前15:40; 林前15:40;
4) 屍首(3) 路17:37; 約19:31; 猶1:9;
5) 身上(3) 可5:29; 路11:34; 弗5:30;
6) 體(3) 林前6:16; 弗2:16; 帖前5:23;
7) 身體上(2) 林前12:22; 林前12:23;
8) 肉身(1) 來13:3;
9) 身子(1) 來13:11;
10) 奴僕(1) 啓18:13;
11) 一個身體(1) 來10:5;
12) 實體(1) 西2:17;
13) 身上的(1) 太6:22;
14) 一個形體(1) 林前15:38;
15) 本身(1) 林後10:10;
16) 死人(1) 徒9:40

English (Woodhouse)

body, constitution, frame, bodily constitution, dead body, personal appearance, physical constitution

Translations

Afrikaans: liggaam; Ainu: ネトパケ, トゥマㇺ, トゥママ; Albanian: trup; Aleut: ingiyux; Angor: fi; Apache Western Apache: kitsʼį́hzí; Arabic: بَدَن‎, جِسْم‎, جَسَد‎; Egyptian Arabic: جسم‎, بدن‎; Hijazi Arabic: جِسِم‎; Moroccan Arabic: جسم‎; Aramaic Classical Syriac: ܦܓܪܐ‎, ܓܘܫܡܐ‎; Armenian: մարմին; Aromanian: corpu; Assamese: শৰীৰ, গা; Asturian: cuerpu; Avestan: 𐬙𐬀𐬥𐬎‎, 𐬐𐬆𐬵𐬭𐬞‎; Azerbaijani: bədən, vücud; Bashkir: тән; Basque: soin; Belarusian: це́ла; Bengali: শরীর, দেহ, জেসম, ওজুদ; Breton: korv; Bulgarian: тя́ло; Burmese: ကိုယ်, ကာယ, ခန္ဓာ; Buryat: бэе; Catalan: cos; Central Sierra Miwok: míw·eˀa-; Chamicuro:̈homakano; Cherokee: ᎠᏰᎸᎢ; Chinese Cantonese: 身體, 身体; Mandarin: 身體, 身体; Chukchi: uwik; Chuvash: ӳт; Coptic: ⲥⲱⲙⲁ, ϣⲟⲗϩⲥ; Crimean Tatar: kevde; Czech: tělo; Dalmatian: cuarp, quarp; Danish: krop; Dhivehi: ހަށިގަނޑު‎; Dutch: lichaam; Eastern Mari: кап; Esperanto: korpo; Estonian: keha; Faroese: kroppur; Finnish: ruumis, keho, elimistö; French: corps; Friulian: cuarp; Galician: corpo; Georgian: სხეული, ტანი; German: Körper, Leib; Gothic: 𐌻𐌴𐌹𐌺; Greek: σώμα; Ancient Greek: σῶμα; Greenlandic: timi; Guaraní: rete, tete; Guinea-Bissau Creole: kurpu; Gujarati: શરીર; Hawaiian: kino; Hebrew: גוּף‎; Hindi: शरीर, देह, बदन, तन; Hungarian: test; Icelandic: líkami; Ido: korpo; Indonesian: tubuh, badan; Inuktitut: ᑎᒥ; Irish: corp; Istriot: cuorpo; Italian: corpo; Itelmen: kilx-ɫ uvik; Ivatan: karakohan; Japanese: 体; Javanese: badan; Kabuverdianu: korpu, korpe; Kalenjin: borto; Kalmyk: цогц, бий; Kannada: ಮೈ, ಶರೀರ; Kapampangan: katawan; Kazakh: дене; Khmer: តួ, រាងកាយ, ខ្លួន, តួខ្លួន; Kikuyu: mwĩrĩ 3; Korean: 몸, 신체; Kurdish Central Kurdish: لەش‎; Northern Kurdish: beden; Kyrgyz: дене, тулку; Ladin: corp; Ladino: puerpo; Lao: ຮ່າງກາຍ, ກາຍ; Latgalian: augums; Latin: corpus; Latvian: ķermenis; Lithuanian: kūnas; Luxembourgish: Kierper; Macedonian: те́ло; Malay: badan, tubuh; Malayalam: ശരീരം; Maltese: ġisem; Manchu: ᠪᡝᠶᡝ; Maori: tinana; Marathi: शरीर; Mazanderani: تن‎, بتیم‎; Megleno-Romanian: trup; Meru: mwiri; Middle Persian: tan; Miyako: ドゥー; Mongolian: бие; Mwani: mwiri; Nama: soros; Navajo: atsʼíís, hatsʼíís; Nepali: शरीर; Norwegian Bokmål: kropp; Nynorsk: kropp; Occitan: còs; Ojibwe: niiyaw; Old Church Slavonic Cyrillic: тѣло; Glagolitic: ⱅⱑⰾⱁ; Old English: līchama; Old Occitan: corps; Old Persian Oromo: nafa; Ottoman Turkish: جسم‎, تن‎, وجود‎, بدن‎; Papiamentu: kurpa; Pashto: بدن‎, باډۍ‎; Persian: بدن‎, تن‎, پیکر‎; Polish: ciało, organizm; Portuguese: corpo; Punjabi: ਪਿੰਡਾ, ਸਰੀਰ, ਦੇਹ; Quechua: kurku; Romani: trupo; Romanian: corp, trup; Russian: те́ло; Saanich: S¸EȽTÁLṈEW̱; Sami Northern: rumaš; Southern: kråahpe; Sanskrit: शरीर, देह, तनू; Santali: ᱪᱳᱞᱚ; Scottish Gaelic: corp; Serbo-Croatian Cyrillic: те̑ло, тије̑ло, тило; Roman: tȇlo, tijȇlo, tilo; Sicilian: corpu; Sinhalese: ශරීරය; Slovak: telo; Slovene: telo; Sorbian Lower Sorbian: śěło; Upper Sorbian: ćĕło; Spanish: cuerpo; Svan: ტა̈ნ; Swahili: mwili; Swedish: kropp; Tajik: ҷисм, бадан, тан; Tamil: உடல், உடம்பு; Tatar: бәдән; Telugu: శరీరము, కాయము; Thai: ร่างกาย, กาย; Tibetan: སྒལ་པ, གཟུགས་པོ་, སྐུ་གཟུགས; Tocharian B: kektseñe; Tok Pisin: bodi; Turkish: vücut, beden; Turkmen: beden; Ukrainian: ті́ло; Umbundu: etimba; Urdu: بدن‎, تن‎, شریر‎, جسم‎, دیہ‎; Uyghur: بەدەن‎, تەن‎; Uzbek: vujud, badan, tan; Venetian: corpo, corp; Vietnamese: thân thể, cơ thể, thân, mình, người; Volapük: koap; Walloon: coir; Welsh: corff; West Frisian: liif; Wolof: yaram; Yagnobi: тан; Yiddish: גוף‎, קערפּער‎; Yup'ik: tema; Zhuang: ndang