πελάζω

Revision as of 16:34, 8 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Il.5.766, etc.: fut. πελάσω E.El.1332 (lyr.), etc.; Att. A πελῶ A.Pr.284 (anap.), S.Ph.1150 (lyr., codd.), OC1060 (lyr.), El.497 (lyr.): aor. ἐπέλᾰσα E.Hel.671 (lyr.); Ep. πέλασα Il.12.194; Ep. and Lyr. ἐπέλασσα 21.93, πέλασσα 13.1, Pi.P.4.227:—Med., aor. opt. (trans.) πελασαίατο Il.17.341; inf. πελάσασθαι Emp.133:—Pass., aor. ἐπελάσθην, Ep. 3pl. πέλασθεν Il.12.420, inf. πελασθῆναι S.OT 213 (lyr.); Ep. aor. Pass. ἔπλητο Hes. Th.193, ἔπληντο Il.4.449, etc., πλῆτο 14.438, πλῆντο ib.468; later ἐπλάθην [ᾱ] A.Pr.897 (lyr.), E. Tr.203(lyr.), etc.: pf. Pass. πέπλημαι AP5.46 (Rufin.); 3pl.πεπλήαται Semon.31 A (fort. πεπλέαται); part. πεπλημένος Od.12.108; cf. πελάω, πελάθω, πλάθω: (πέλας): A intr., approach, draw near, c. dat., πέλασεν νήεσσι Il.12.112; ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ Od.12.41; ἐὸν… ἐόντι πελάζει Parm.8.25; τούτοις σὺ μὴ π. A.Pr.807, cf. S.Ph.301, etc.: rarely in Prose, π. πολεμίοισι Hdt.9.74; θηρίοις X.Cyr.1.4.7, cf. 3.2.10, An.4.2.3; τῷ φθινοπώρῳ Hp.Prog.24: prov., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει = like draws to like, Pl. Smp.195b. 2 less freq. c. gen., ἐπὴν [ἡ γυνὴ] τόκου π. Hp.Mul. 1.34; πάρα… πελάσαι φάος… νεῶν light may come near the ships, S. Aj.709 (lyr.); εἴρξω πελάζειν [σῆς πάτρας] Id.Ph.1407 (but σῆς πάτρας shd. be deleted); π. πηγῆς Call.Ap.88 (nisi leg. πηγῇσι) ; π. τῆς πόλεως Th.2.77, Plb.21.6.3; also μὴ πελάσητ' ὄμματος ἐγγύς E.Med.101 (anap.). 3 with a Prep., πρὸς τοῖχον π. Hes.Op. 732; ἐς τὸν ἀριθμόν Hdt.2.19; [τὸ ὕδωρ] ἐς τὸ θερμὸν π. gets hotter, Id.4.181; ἐς τούσδε τόπους S.OC1761 (anap.); εἰς ὄψιν, ἐς σὸν βλέφαρον, E.IT1212, El.1332 (anap.); ἐπί τινος Orph.A.888; πρὸς ἀλλήλας Plu.2.564b. 4 c. acc. loci, δῶμα πελάζει E.Andr.1167 (anap.); elsewh. dub., S.OC1060 (fort. εἰς νομόν), Ph.1150 (but φυγᾷ μ' οὐκέτι… πελᾶτ' shd. be taken in trans. sense, will no more draw me after you). 5 abs., X.Cyr.7.1.48. II approach (in marriage), ματρὶ τεᾷ πελάσαις Pi.N.10.81; ἐπὶ παρθενικῆς λέχος AP5.301 (Agath.). B causal, only in Poets, bring near or bring to, freq. in Hom. (Hes. only Op.431), both of persons and things, [νέας] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Od.3.291, cf. 300; με… γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα 14.315; τοὺς δ' Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος 15.482; π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Il.24.154, cf. 2.744, etc.; Ζεὺς… Ἕκτορα νηυσὶ π. let him approach the ships, 13.1; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον brought the string up to his breast, etc., of one drawing a bow, 4.123; ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, in swimming, Od.14.350; πάντας… πέλασε χθονί brought them to earth, Il.8.277; οὔδει τινὰ πελάσσαι 23.719, etc.; ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν 1.434; βόας ζεύγλᾳ π. Pi.P.4.227; δεσμοῖς τινὰ π. A.Pr.155 (anap.); βρόχῳ δέρην E.Alc.230 (lyr.); μὴ πέλαζε μητρί (sc. τέκνα) Id.Med.91; κορώνῃ νευρειήν Theoc.25.212; ἐπεί ἐπέλασσέ γε δαίμων brought [him so far], Il.15.418, cf. 21.93; γόμφοισιν πελάσας [γύην] when he has fixed [the plough-tree to the pole] with nails, Hes.Op.431: metaph., ἑ… κακῇς ὀδύνῃσι π. bring him into pain, Il.5.766; ἐμὲ… κράτει πέλασον endue me with might, Pi. O.1.78; Βορέᾳ σῶμα π. exposing it... Ar.Av.1399 (anap.); ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας (sc. αὐτό) having made it firm as adamant, Orac. ap. Hdt.7.141. 2 folld. by a Prep., με… νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί Od. 7.254; κτήματα δ' ἐν σπήεσσι πελάσσατε 10.404, cf. 424; also δεῦρο π. τινά 5.111; οὖδάσδε πελάζειν τινά 10.440. 3 Med., bring near to oneself, οὐκ ἔστιν πελάσασθαι ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.l.c. C Pass., like the intr. Act., come nigh, approach, etc., c. dat., ἀσπίδες… ἔπληντ' ἀλλήλῃσι Il.4.449; πλῆτο χθονί he came near (i.e. sank to) earth, 14.438; οὔδεϊ πλῆντο ib.468; σκοπέλῳ πεπλημένος Od. 12.108: abs., ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν (sc. τείχει) Il.12.420, cf. A.Th. 144 (lyr.). 2 rarely c. gen., Χρύσης πελασθεὶς φύλακος S.Ph. 1327. 3 folld. by a Prep., πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν Id.OT213 (lyr.). II approach or wed, of a woman, μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ A.Pr.897 (lyr.), cf. E.Andr.25; v. supr. A. 11.

German (Pape)

[Seite 548] fut. πελάσω, aor. ἐπέλασα, p., bes. ep. ἐπέλασσα, nähern, nahe bringen, heranbewegen, von belebten Wesen u. leblosen Dingen, τινά τινι; τοὺς Αἰθίκεσσι πέλασσεν, Il. 2, 744; ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν, 1, 434, den Mast in sein Behältniß legen; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν, τόξῳ δὲ σίδηρον, 4, 123, die Sehne an die Brust heranziehen, öfter; ἐμὲ μὲν νῦν νηυσὶ πελάσσετον, 10, 442, öfter; Τρῶας νηυσί, die Troer sich den Schiffen nähern lassen, 13, 1; πάντας πέλασε χθονί, warf sie auf die Erde, 8, 277 u. öfter; auch ἔνθα μιν ἐξ ἵππων πέλασαν χθονί, sie legten ihn auf die Erde, 14, 435; τὰς (νῆας) Κρήτῃ ἐπέλασσεν (Ζεύς), Od. 3, 291; στῆθος θαλάσσῃ, die Brust dem Meere nähern, d. i. sich mit der Brust aufs Meer legen, um zu schwimmen, 14, 350; auch τινὰ νῆσον ἐς Ὠγυγίην, Einen an die Insel hinantreiben, 7, 254. 12, 448; κτήματα ἐν σπήεσσι πελάζειν, 10, 404. 424, in die Höhle bringen; δεῦρο πελ. τινά, 5, 111. 134; οὖδάσδε, 10, 440; ἐπέλασε Νείλῳ, Eur. Hel. 677; Or. 1684; übertr., τινὰ ὀδύνῃσι πελάζειν, Einen den Schmerzen nahe bringen, ihn in Schmerzen stürzen, in Leid versetzen, Il. 5, 766; τοὺς (βόας) ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος, er brachte sie unter das Joch, Pind. P. 4, 227; ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων, κράτει δὲ πέλασον, d. i. verleihe mir den Sieg, Ol. 1, 78; δεσμοῖς ἀλύτοις ἀγρίως πελάσας, Aesch. Prom. 155, wo der accus. aus dem Zusammenhange leicht zu ergänzen ist, wie Il. 23, 719, οὔτ' Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι, οὔδει τε πελάσσαι; vgl. noch ἔπος ἐρέω ἀδάμαντι πελάσσας, ein Wort will ich sagen, das ich dem Stahle genähert, so fest wie Stahl gemacht habe, Orak. bei Her. 7, 141. So ist auch wohl Soph. Phil. 1135 zu fassen, φυγᾷ μ' οὐκέτ' ἀπ' αὐλίων πελᾶτε, d. i. fut. = πελάσετε, ihr werdet mich nicht von der Höhle fort zu euch bewegen; μὴ πέλαζε μητρί, sc. τὰ τέκνα, Eur. Med. 91; πελάζειν σῶμά τινι, Ar. Av. 1399; sp. D.; πελάσαι χθονί, auf die Erde werfen, Ap. Rh. 1, 944. – Med. u. pass. sich nähern, an Jemand herankommen, ihn angehen, λιταῖσί σε θεοκλύτοις ἀπύουσαι πελαζόμεσθα, Aesch. Spt. 143; Eur. Or. 1279 Rhes. 776; aber μηδ' οἵ γε Πάτροκλον νηυσὶν πελασαίατο ist = zu ihren Schiffen hin, Il. 17, 341. – Dazu gehört der syncop. aor. ἐπλήμην, πλῆτο, πλῆντο, πλῆτο χθονί, er näherte sich der Erde, sank zur Erde, Il. 14, 438, wie οὔδεϊ πλῆντο 468; ἀσπίδες ἔπληντ' ἀλλήλῃσι, die Schilde näherten sich einander, 4, 449. 8, 63; auch perf. pass. πεπλημένος, Od. 12, 108; aor. pass., οὔτε Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ ταπρῶτα πέλασθεν, sc. τείχεσιν, Il. 12, 420; πέπλησαι, Rufin. 5 (V, 47); sp. D., einzeln auch schon Tragg., haben auch den aor. pass. ἐπλάθην, wofür sich auch ἐπλάσθην geschrieben findet, was falsch scheint, wie Aesch. μηδὲ πλασθείην γαμέτᾳ τινί, Prom. 899; vgl. πλάθω. – Wie das act. oft absolut gebraucht ist, so daß man aus dem Zusammenhange den accus. ergänzen muß, vgl. uoch οὐδ' ὁ τὸν ἂψ ὤσασθαι, ἐπεί ῥ' ἐπέλασσέ γε δαίμων, sc. αὐτὸν αὐτῷ, Il. 15, 418. 21, 93, so wird es auch intrans. gebraucht, so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich nähern, nahe herankommen, ὅστις ἀϊδρείῃ πελάσῃ, Od. 12, 41; νήεσσι, sich den Schiffen nähern, Il. 12, 112; πρὸς τοῖχον, Hes. O. 734; ματρί, Pind. N. 10, 81, von ehelicher Gemeinschaft; vgl. Aesch. Suppl. 296; οἷς μὴ πελάζειν, Prom. 714. 809; ἐκ ποίας. πάτρας Ἑλληνικοῖσι δώμασιν πελάζετε, Eur. Phoen. 279, öfter; εἰς ὄψιν, I. T. 1212, wie οὐδ' ἐγὼ εἰς σὸν βλέφαρον πελάσω, El. 1332; ὅκως πελάσειε τοῖσι πολεμίοισι, Her. 9, 74; ἐς τὸν ἀριθμόν, 2, 19; einzeln bei Folgden, ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, Plat. Conv. 195 b, sprichwörtlich, gleich und gleich gesellt sich gern.

Greek (Liddell-Scott)

πελάζω: Ὅμ. κλ.· μέλλ. -άσω Εὐρ. Ἠλ. 1332, κτλ.· Ἀττ. πελῶ, Elmsl. παρὰ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 282, Σοφ. Φ. 1149· ποιητ. πελάσσω Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36: - ἀόρ. ἐπέλᾰσα Εὐρ., Ἐπικ. πέλασα Ἰλ. Μ. 194· Ἐπικ. ὡσαύτως ἐπέλασσα Φ. 93, πέλασσα Ν. 1: - Μέσ. ἀόρ. εὐκτ. ἐν μεταβ. σημασ. πελασαίατο Ἰλ. Ρ. 341: - Παθ., ἀόρ. ἐπελάσθην Ἰλ., Σοφ.· Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. παθ. (κατὰ τύπον ὑπερσ.) ἔπλητο Ἡσ. Φ. 193, ἔπληντο Ἰλ. Δ. 449, κτλ.· πλῆτο Ξ. 438, πλῆντο αὐτόθι 468· ὕστερον ὡσαύτως, ἐπλάθην [ᾱ], (οὐχὶ ἐπλάσθην, ὡς ἐνίοτε ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις), Αἰσχύλ. Πρ. 896, Εὐρ. Τρῳ. 203, κτλ. (κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χορ.) - πρκμ. πέπλημαι Ἀνθ. Π. 5. 47, γ’ πληθ. πεπλήαται· Σιμων. Ἰαμβ. 33, μετοχ. πεπλημένος Ὀδ. Μ. 108: - πελάω, πελάθω, πλάθω, εἶναι παράλληλοι τύποι ποιητικοί, τὸ δὲ πλησιάζω εἶναι ὁ κοινὸς παρὰ τοῖς πεζολόγοις τύπος· - (πέλας). Α. ἀμεταβ., πλησιάζω, προσέρχομαι, ἔρχομαι πλησίον, μετὰ δοτ., πέλασεν νήεσσι Ἰλ. Μ. 112· ὅστις ἀϊδρείῃ πελάσῃ Ὀδ. Μ. 41· τούτοις σὺ μὴ π. Αἰσχύλ. Πρ. 807, Σοφ. Φ. 301, κτλ.· οὕτως, ἀλλὰ σπανίως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πολεμίοισι π. Ἡρόδ. 9. 74· θηρίοις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7, προβλ. 3. 2, 10· παροιμ., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, «ὅμοιος ’ς τὸν ὅμοιον», Πλάτ. Συμπ. 195Β. 2) σπανίως (ὡς τὸ πέλας) μετὰ γεν., ἐπὴν [ἡ γυνὴ] τόκου π. Ἱππ. 603. 6· πάρα …, πελάσαι φάος ... νεῶν, δύναται νὰ πλησιάσῃ τὸ φῶς εἰς τὰ πλοῖα, Σοφ. Αἴ. 709 εἴρξω [σε] πελάζειν σῆς πάτρας ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1407 (ἔνθα ὁ Dind. ἀπορρίπτει τὸ σῆς πάτρας)· π. πηγῆς Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 87· πλῆρες, μὴ πελάσῃ τ’ ὄμματος ἐγγὺς Εὐρ. Μήδ. 101· ἴδε κατωτ. Γ. 1. 2. 3) μετὰ προθ., π. πρὸς τοῖχον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 730· ἐς τὸν ἀριθμὸν Ἡρόδ. 2. 19· τὸ ὕδωρ ἐς τὸ θερμὸν πελάζει, πλησιάζει εἰς τὸ θερμόν, ὁ αὐτ. 4.181· ἐς τούσδε τόπους Σοφ. Ο. Κ. 1761· εἰς ὄψιν, εἰς σὸν βλέφαρον Εὐρ. Ι. Τ. 1212, Ἠλ. 1332· ἐπί τινος Ὀρφ. Ἀργ. πρός τινα Πλούτ. 2. 564Β· - σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, δῶμα πελάζειν Εὐρ. Ἀνδρ. 1167, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1060· οὕτως ἴσως Φ. 1149, φυγᾷ μ’ οὐκέτι ... πελᾶτ’, δὲν θὰ μὲ πλησιάζητε πλέον μετὰ φόβου, (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. λαμβάνει τὸ ῥῆμα μεταβατ., δὲ θὰ μὲ σύρητε πρὸς ἑαυτά, δηλ. δὲν θὰ μὲ κάμνετε νὰ ἐξέρχωμαι ἐκ τοῦ σπηλαίου μου νὰ σᾶς κυνηγῶ, ἀλλ’ ὁ Jebb ἐξέδωκε πηδᾶτ’ ἀντὶ πελᾶτ’, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. αὐτοῦ καὶ παράρτημα). 4) ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, Κύρ. 7. 1, 48. ΙΙ. πλησιάζω γυναῖκα (πρὸς συνουσίαν), ματρὶ τεᾷ πελάσαις Πινδ. Ν. 10. 152· ἐπὶ παρθενικῆς λέχος Ἀνθ. Π. 6. 302· πρβλ. κατωτέρω Γ. ΙΙ. καὶ ἴδε πελάτης. Β. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, μόνον παρὰ ποιηταῖς, φέρω πλησίον ἢ πρός τι, κάμνω τι ἢ τινὰ νὰ προσεγγίσῃ ἢ πλησιάσῃ, συχν. παρ’ Ὁμ. (Ἡσ. μόνον Ἔργ. κ. Ἡμ. 429), ἐπὶ τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, (νέας) Κρήτῃ ἐπέλασσεν Ὀδ. Γ. 291, πρβλ. 300· με ... γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα Ξ. 315· τοὺς δ’ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Ο. 482· π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Ξ. 154, πρβλ. Β. 744, κτλ.· Ζεὺς δ’ ἐπεὶ οὖν Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα νηυσὶ πέλασσε, ἐπὶ ταῖς ναυσὶν ἐγγίσαι ἐποίησεν, Ν. 1· νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον Δ. 123· ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, ἐν τῷ κολυμβᾶν, Ὀδ. Ξ. 350· πάντας ... πέλασε χθονὶ Ἰλ. Θ. 277· οὔδει τινὰ πελάσσαι Ψ. 719, κτλ.· ἱστὸν δ’ ἱστοδόκῃ πέλασαν (ἴδε ἐν λ. ἱστοδόκη) Α. 434· βόας ζεύγλᾳ π. Πινδ. Π. 4. 404· π. τινά δεσμοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 155· βρόχῳ δέρην Εὐρ. Ἄλκ. 230, κτλ.· - μεταφορ., πελάζειν τινὰ ὀδύνῃσι, φέρω τινὰ εἰς πόνους, εἰς ὀδύνας, Ἰλ. Ε. 766· ἐμὲ ... κράτει πέλασον, «τῇ νίκῃ ... πέλασον· ἵνα κρατήσω αὐτοῦ» Σχόλ. (πρβλ. προσμίγνυμι) Πινδ. Ο. 1. 126· Βορέᾳ σῶμα πελάζω, ἐκθέτων αὐτὸν εἰς τὸν βορέαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1399· ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσας (ἐξυπακ. αὐτό), ποιήσας αὐτὸ ἰσχυρὸν ὡς εἶναιἀδάμας, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 91· ἐπεί ῥ’ ἐπέλασσέ γε δαίμων, ἀφοῦ προσεπέλασεν αὐτὸν ὁ θεός, Ἰλ. Ο. 418, Φ. 93· γόμφοισιν πελάσας (ἔλυμα) Ἔργ. κ. Ἡμ. 429. 2) μετὰ προθέσ., με ... νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοὶ Ὀδ. Η. 254, Μ. 448· κτήματα δ’ ἐν σπήεσσι πελάσσατε Κ. 404, πρβλ. 424· οὕτω καὶ δεῦρο πελάζειν τινὰ Ε. 111· οὖδάσδε πελάζειν τινὰ Κ. 440, (οὔδει π. ἐν Ἰλ. Ψ. 719). Γ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ ἀμετάβ. ἐνεργ., ἔρχομαι πλησίον, προσεγγίζω, πλησιάζω, κτλ., μετὰ δοτ., ἀσπίδες ... ἔπληντ’ ἀλλήλῃσι Ἰλ. Δ. 449., Θ. 63· πλῆτο χθονί, ἦλθε πλησίον τῆς γῆς (δηλ. κατέπεσε), Ξ. 438· οὔδεϊ πλῆντο αὐτόθι 468· σκοπέλῳ πεπλημένος Ὀδ. Μ. 108· ἀπολ., ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν (ἐπὶ τείχεσι) Μ. 420, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 144. 2) σπανίως μετὰ γεν., Χρύσης πελασθεὶς φύλακος Σοφ. Φιλ. 1327· ἴδε ἀνωτ. Α. 2. 3) ἑπομένου ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 213. ΙΙ. πλησιάζω ὅπως συνευνασθῶ, συνέρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἐπὶ γυναικός, μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 806, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 25 ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. πελάσω, att. πελῶ ; ao. ἐπέλασα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπελάσθην, ao.2 poét. sync. ἐπλήμην, pf. πέπλημαι;
1 intr. s’approcher, gén. ou acc.;
2 tr. (seul. en poésie) approcher, faire approcher : νέας Κρήτῃ OD des vaisseaux près de la Crète ; τινα γαίῃ OD, Ἰθάκῃ OD qqn près de la terre, d’Ithaque ; στῆθος θαλάσσῃ OD se jeter la poitrine sur la mer (pour nager) ; ἰστὸν ἰστοδόκῃ IL renverser un mât sur son chevalet ; fig. τινα ἐς νῆσον OD faire aborder qqn dans une île ; avec idée de violence πελάζειν τινὰ δεσμοῖς ESCHL jeter qqn dans des liens ; τινα χθονί IL jeter qqn à terre ; au Pass. avec le dat. πλῆτο χθονί IL il tomba à terre ; fig. πελάζειν τινὰ ὀδύνῃσι IL jeter qqn dans la souffrance;
Moy. πελάζομαι (ao. ἐπελασάμην);
1 intr. s’approcher de;
2 tr. (opt. ao. 3ᵉ pl. épq. πελασαίατο) approcher.
Étymologie: DELG πέλας.

English (Autenrieth)

(πέλας), aor. (ἐ)πέλα(ς)σα, imp. du. πελάσσετον, mid. aor. 1 opt. 3 pl. πελασαίατο, aor. 2 ἐπλήμην, πλῆτο, ἔπληντο, πλῆντο, pass. perf. πεπλημένος, aor. 3 pl. πέλασθεν: bring near, make to approach (τινί τινα or τὶ); mid. (aor. 2) and pass., draw near, approach, (τινί); of bringing the mast down into the mast-crutch, Il. 1.434; fig., τινὰ ὀδύνῃσι, Il. 5.766; aor. mid., causative, bring near, Il. 17.341.

English (Slater)

πελάζω (aor. πέλασσεν; πέλᾰσον; πελᾰσαις.)
   a bring near to c. acc. & dat. τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος (P. 4.227) met., “κράτει δὲ πέλασον” (sc. ἐμέ) (O. 1.78)
   b intrans., come to “τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρως” (συνελθών Σ: fort. trans.?) (N. 10.81)

Greek Monolingual

ΝΑ
παροιμ. φρ. «ὅμοιος ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» — ο άνθρωπος αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η φράση από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β)
αρχ.
1. έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω («ἐντὸς γὰρ πολλοῦ χωρίου τῆς πόλεως οὐκ ἦν πελάσαι», Θουκ.)
2. φέρνω κοντά, κάνω κάποιον ή κάτι να έλθει κοντά, να πλησιάσει («νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον», Ομ. Ιλ.)
3. πλησιάζω γυναίκα για συνουσία
(το παθ.) πελάζομαι
(για γυναίκα) πλησιάζομαι από άνδρα για συνουσία, για σαρκική μίξη
4. μέσ. φέρνω κάτι προς τον εαυτό μου για ωφέλειά μου
5. (παθ. με ενεργ. αμτβ. σημ.) πλησιάζω («πελάζομαι χθονί» — πλησιάζω στη γη, πέφτω κάτω, Ομ. Ιλ.)
6. φρ. α) «τὸ ὕδωρ εἰς τὸ θερμὸν πελάζει» — το νερό πάει να γίνει ζεστό, είναι χλιαρό
β) «πελάζω θαλάσσῃ στῆθος» — κολυμπώ
γ) «ζεύγλη πελάζω βοῦν» — φέρνω βόδι κάτω από τον ζυγό, ζευγνύω
δ) «δεσμοῑς τινα πελάζω» — καθιστώ κάποιον δεσμώτη
ε) «βρόχῳ δέρην πελάζω» — απαγχονίζω
στ) «πελάζω τινὰ χθονί» — σκοτώνω, φονεύω κάποιον
ζ) «πελάζω τινὰ ὀδύναις» — κάνω κάποιον να πονέσει, να δυστυχήσει
η) «κράτει τινὰ πελάζω» — κάνω κάποιον να νικήσει
θ) «βορέᾳ σῶμα πελάζω» — εκθέτω το σώμα στον βορρά
ι) «ἔπος ἀδάμαντι πελάζω» — καθιστώ τον λόγο ισχυρό όπως το διαμάντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πελάζω έχει σχηματιστεί από τον αρχ. σιγματικό αόρ. πελά-σ(σ)αι, που εμφανίζει την απαθή κατά το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένη κατά το δεύτερο βαθμίδα της δισύλλαβης ρίζας πελᾱ- (βλ. λ. πέλας)].

Greek Monotonic

πελάζω: μέλ. -άσω, Αττ. πελῶ, ποιητ. πελάσω, αόρ. αʹ ἐπέλασα, Επικ. πέλασα, ἐπέλασσα, πέλασσα — Μέσ., αόρ. αʹ ευκτ. πελασσαίατο — Παθ., αόρ. αʹ ἐπελάσθην, επίσης ἐπλάσθην [ᾱ]· Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. συγκεκ. Παθ. αορ. βʹ ἔπλητο, πλῆτο, ἔπληντο, πλῆντο· παρακ. πέπλημαι, μτχ. πεπλημένος· (πέλας),
Α. Αμτβ.,
1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσέρχομαι, έλκω πλησίον ή κοντά, με δοτ., πέλασεν νήεσσι, σε Ομήρ. Ιλ.· τούτοις σὺ μὴ πελάζεις, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. σπανίως με γεν., πελάσαι νεῶν, έρχομαι κοντά στα πλοία, σε Σοφ.· πελάζειν σῆς πάτρας, στον ίδ.
3. με πρόθ., πελάζω πρὸς τοῖχον, σε Ησίοδ., στον ίδ.· οὐκέτι πελᾶτε, δεν θα με πλησιάσει άλλο περισσότερο, σε Σοφ.
4. απόλ., σε Ξεν. Β. Μτβ.,
1. φέρνω κοντά, κάνω να πλησιάσει, Κρήτῃ ἐπέλασσεν (ενν. τὰς νέας), σε Ομήρ. Οδ.· νευρὴν μαζῷ πέλασεν, έφερε τη χορδή ψηλά στο στήθος του στο τράβηγμα του τόξου, στο ίδ.· ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, στο κολύμπι, στο ίδ.· πέλασε χθονί, τους έφερε στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας, το έκαναν ισχυρό όπως το διαμάντι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.
2. ακολουθ. από πρόθ., μὲ νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί, σε Ομήρ. Οδ. Γ. στην Παθ. όπως το Ενεργ. αμτβ.,
I. 1. έρχομαι πλησίον, πλησιάζω κ.λπ., με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· πλῆτο χθονί, ήρθε κοντά (δηλ. βούλιαξε) στη γη, στο ίδ.
2. σπανίως με γεν., σε Σοφ.
3. ακολουθ. από πρόθ., πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν, στον ίδ.
II. κάνω την πρώτη επαφή ή παντρεύομαι, λέγεται για γυναίκα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πελάζω: (fut. πελάσω - атт. πελῶ, aor. ἐπέλᾰσα - эп. ἐπέλασσα и πέλασσα; pass.: aor. 1 ἐπελάσθην, эп. aor. 2 ἐπελάσθην и ἐπλάθην с ᾱ, pf. πέπλημαι - дор. πέπλᾱμαι; aor. 1 med. ἐπελασάμην, эп. aor. 2 ἐπλήμην и πλήμην)
1) приближаться, подходить (νήεσσι Hom. и νεῶν Soph.; πολεμίοισι Her.; πρὸς τοῖχον Hes.; ἐς τούσδε τόπους Soph.; δῶμα Eur.; ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει погов. Plat.): πελάσας ἐς τὸν ἀριθμὸν τούτων τῶν ἡμερέων Her. по истечении (досл. подойдя к числу) этих дней; π. ὅμματος и ἐς ὄψιν (sc. τινός) Eur. подходить к кому-л.;
2) эп. тж. med. приближать, приводить, подводить (τινὰ Ἰθάκῃ, νέας Κρήτῃ Hom.): θαλάσσῃ στῆθος π. Hom. лечь грудью на море, т. е. поплыть; νευρὴν μαζῷ π. Hom. оттянуть тетиву к груди; π. τινὰ χθονί Hom. повалить кого-л. на землю; ἐξοπίσω πλῆτο χθονί Hom. (раненый Гектор) навзничь упал на землю; π. τινὰ δεσμοῖς Aesch. бросить кого-л. в темницу (досл. в оковы); π. τινὰ ὀδύνῃσι Hom. повергать кого-л. в скорбь; ἔπος ἀδάμαντι π. Her. уподоблять слово алмазу, т. е. делать его непреложным; ἀσπίδες ἔπληντ᾽ ἀλλήλῃσι Hom. щиты столкнулись друг с другом; πελασθῆναι ἐπί τινα и τινος Soph. приблизиться к кому-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελάζω en πελάω [πέλας] aor. ἐπέλᾰσα, ep. (ἐ)πέλασ(σ)α, opt. med. 3 plur. πελασαίατο, ep. imperat. act. πέλασσον, ep. inf. πελάσσαι, med. ἐπελασ(σ)άμην, inf. πελάσασθαι, poët. med. 3 sing. ἔπλητο en πλῆτο, 3 plur. ἔπληντο en πλῆντο, aor. pass. ἐπελάσθην en ἐπλᾱ́θην, 3 plur. πέλασθεν, opt. πλαθείην, inf. πελασθῆναι, ptc. πελασθείς en πλαθείς, f. πλαθεῖσα; perf. med.-pass. πέπλημαι, ptc. πεπλημένος; fut. πελάσω, Att. πελῶ, poët. πελάσ(σ)ω; poët. act. causat. brengen, aanvoeren, doen naderen, in contact brengen: met acc. en dat..; ἱστὸν δ ’ ἱστοδόκῃ πέλασαν zij lieten de mast neer op de gaffel Il. 1.434; δεσμοῖς ( με ) π. (mij) in de boeien slaan Aeschl. PV 155; βρόχῳ δέρην πελάσσαι zijn hals in een strop steken Eur. Alc. 229; ook med..; μηδ ( ὲ )... Πάτροκλον νηυσὶν πελάσαιατο opdat zij Patroclus niet met zich meenemen naar de schepen Il. 17.341; pass..; μήτε... πλαθείην γαμέτᾳ τινὶ τῶν ἐξ οὐρανοῦ en moge ik niet verenigd worden met een van de hemelingen als partner Aeschl. PV 897; overdr..; ὀδύνῃσι πελάζειν (hem) pijn te bezorgen Il. 5.766; ἐμέ... κράτει πέλασον breng mij tot de overwinning Pind. O. 1.78; met acc. en bep. van plaats:. κτήματα δ ’ ἐν σπήεσσι πελάσσατε jullie moeten de bezittingen in de grotten opbergen Od. 10.404. in de buurt komen (van), (be)naderen; met gen..; τῆς πόλεως π. de stad naderen Thuc. 2.77.5; met dat..; τούτοις σὺ μὴ πέλαζε kom bij hen niet in de buurt Aeschl. PV 807; zelden met acc..; ὅδ ’ ἄναξ ἤδη φοράδην... δῶμα πελάζει daar is al onze heer, die per draagbaar het huis nadert Eur. Andr. 1167; ook met πρός of εἰς + acc.. πρὸς τοῖχον πελάσας tot de muur genaderd Hes. Op. 732; πελάζειν ἐς τούσδε τόπους in de buurt van deze plaatsen te komen Soph. OC 1761. med.-pass. naderen, bereiken; abs..; ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν zodra ze genaderd waren Il. 12.420; met gen..; Χρύσης πελασθεὶς φύλακος in de buurt van de bewaker van Chryse gekomen Soph. Ph. 1327; met dat..; οὔδει πλῆντο zij bereikten de grond Il. 14.468; met acc.. λιταῖς σε... πελαζόμεσθα wij benaderen u met smeekbeden Aeschl. Sept. 144.

Middle Liddell

πέλας
A. intr. to approach, come near, draw near or nigh, c. dat., πέλασεν νήεσσι Il.; τούτοις σὺ μὴ π. Aesch., etc.
2. rarely c. gen., πελάσαι νεῶν to come near the ships, Soph.; πελάζειν σῆς πάτρας Soph.
3. with a prep., π. πρὸς τοῖχον Hes.; εἰς ὄψιν τινός Eur.; c. acc. loci, δῶμα πελάζειν Eur.; οὐκέτι πελᾶτε will no more approach me, Soph.
4. absol., Xen.
B. Causal, to bring near or to, make to approach, Κρήτηι ἐπέλασσεν (sc. τὰς νέας) Od.; νευρὴν μαζῶι πέλασεν brought the string up to his breast, in drawing a bow, Od.; ἐπέλασσα θαλάσσηι στῆθος, in swimming, Od.; πέλασε χθονί brought them to earth, Il.; π. τινὰ δεσμοῖς Aesch.:—metaph., π. τινὰ ὀδύνηισι to bring him into pain, Il.; ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας having made it firm as adamant, Orac. ap. Hdt.
2. followed by a prep., με νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί Od.
C. in Pass., like the intr. Act. to come nigh, approach, etc., c. dat., Il.; πλῆτο χθονί he came near (i. e. sank to) earth, Il.
2. rarely c. gen., Soph.
3. foll. by a prep., πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν Soph.
II. to approach or wed, of a woman, Aesch.