εὐθυτενής

Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

ές, (τείνω) A straight, ὁδός Ph.1.456, cf. Dion.Byz.3; πλοῦς Iamb.VP3.16; εὐ. τὴν τρίχα Ael.NA4.34: Medic., τομή Antyll. ap. Orib.44.8.1. Adv. -νῶς ib.9, Ph.1.338, Gal.18(1).797.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυτενής: -ές, (τείνω) πρὸς τὸ εὐθὺ τεταμένος, εὐθύς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 34, Φίλων 1. 456. - Ἐπίρρ. -νῶς, Γαλην. 12. 477F. - Ἐπίρρ. εὐθυτενῶς, κατ’ εὐθεῖαν, Φίλων, Ι. 338, 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu en droite ligne, direct.
Étymologie: εὐθύς, τείνω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐθυτενής, -ές)
ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῦς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή»)
αρχ.-μσν.
δίκαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -τενής (< θ. τεν- πρβλ. τείνω < τέν-), πρβλ. εκτενής, σχοινοτενής].