κελευσμός

Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

ὁ, A order, command, E.IA1130, Cyc.653 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1415] ὁ, das Befehlen, der Befehl, οὐδὲν κελευσμοῦ δεῖ Eur. I. A. 1130, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσμός: ὁ, πρόσταγμα, παραγγελία, παράγγελμα, παρόρμησις, Εὐρ. Ι. Α. 1130, Κύκλ. 653.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ordre, commandement.
Étymologie: κελεύω.

Greek Monolingual

κελευσμός, ὁ (Α)
πρόσταγμα, παράγγελμα, προτροπή, παρόρμηση («οὐδὲν κελευσμοῦ δεῖ με», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. κέλευσμα.

Greek Monotonic

κελευσμός: ὁ (κελεύω), διαταγή, προσταγή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κελευσμός: ὁ Eur. = κέλευσμα 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευσμός -οῦ, ὁ [κελεύω] bevel.

Middle Liddell

κελευσμός, οῦ, κελεύω
an order, command, Eur.

English (Woodhouse)

command