ἀλλόφωνος

Revision as of 15:40, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

ον, A speaking a foreign tongue, LXXEz.3.6, Hsch. s.v. ἀλλόθροος.

German (Pape)

[Seite 107] eine fremde Sprache redend, LXX.

Spanish (DGE)

-ον
de lengua extranjera LXX Ez.3.6, Hsch.s.u. ἀλλοθρόους.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλόφωνος, -ον)
αυτός που μιλάει άλλη ξένη γλώσσα, ο αλλόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -φωνος < φωνή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοφωνία
μσν.
ἀλλοφωνώ].