νεύρο

Revision as of 16:18, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῡρον" to "νεῦρον")

Greek Monolingual

το (ΑΜ νεῦρον)
1. συν. στον πληθ. τα νεύρα
βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ' ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ' ετέρου, και πρός τις δύο κατευθύνσεις
2. το λευκό και στιλπνό άκρο του μυός με το οποίο αυτός προσκολλάται στο οστό, ο τένοντας («τὰ νεῡρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι», Πλάτ.)
3. μτφ. το ουσιώδες στοιχείο πράγματος ή κατάστασης το οποίο είναι απαραίτητο για την κίνησή του ή για την εκτέλεση της λειτουργίας για την οποία είναι προορισμένο («τἄπη, τὰ μέλη, τὰ νεῡρα τῆς τραγῳδίας», Αριστοφ.)
4. φυτική ίνα («ὁπόσα φυτῶν νεῡρα κατὰ λόγον εἴπωμεν», Πλάτ.)
5. χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου, νευρά
νεοελλ.
1. μτφ. φυσική ρώμη, δύναμη, ζωτικότηταείναι όλος νεύρο»)
2. φρ. α) «έχω τα νεύρα μου» ή «είμαι στα νεύρα μου» — βρίσκομαι σε νευρική ταραχή, είμαι εκνευρισμένος
β) «μού δίνει στα νεύρα» ή «μέ χτυπάει στα νεύρα» — μέ εκνευρίζει
γ) «μέ πιάνουν τα νεύρα μου» — εκνευρίζομαι, νευριάζω, εξοργίζομαι
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. το νευρικό σύστημα
μσν.
1. μυώνας
2. είδος θαλασσινού
μσν.-αρχ.
το πέος
αρχ.
1. επιβολή, δύναμη, δραστικά μέτρα εναντίον κάποιου
2. η χορδή της σφενδόνας
3. έμβολο πολιορκητικής μηχανής
4. φρ. «νεῦρον ἔναιμον» — η φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νεῦρον ανάγεται σε ΙΕ ρίζα snē- «συναρμόζω νήματα, γνέθω» (πρβλ. νέω [ΙΙ] γνέθω») και εμφανίζει θέμα σε wer- / n- (πρβλ. αρχ. ινδ. snāvan «τένοντας» και αβεστ. snāvarә «τένοντας»). Η λ. συνδέεται επίσης με λατ. nervus «νεύρο, τένοντας», τοχαρ. Β' snaura, αρμεν. neard «τένοντας, χορδή». Παράλληλα με το ουδ. νεῦρον μαρτυρείται και τ. θηλυκού νευρά / -ή «χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου» με σημ. πιο περιορισμένη από εκείνην του νεῦρον. Ο ποιητικός τ., εξάλλου, νευρειή παραμένει δυσερμήνευτος, παρ' ότι έχει θεωρηθεί αναλογικός σχηματισμός του ἐγχείη «δόρυ». Το ζεύγος νεῦρον / νευρά μπορεί να παραβληθεί με εκείνο τών φῦλον / φυλή, όπου και πάλι το ουδ. έχει ευρύτερο σημασιολ. περιεχόμενο από το θηλ. Η λ. νεῦρον, τέλος, με τη σημ. του αισθητηρίου οργάνου χρησιμοποιήθηκε σχετικά μεταγενέστερα ως ιατρικός όρος (βλ. και λ. νευρο-).
ΠΑΡ. νευράς, νευρικός, νευρώδης, νευρώνω
αρχ.
νευρίζω, νεύρινος, νευρίον, νευρίτης (II)
νεοελλ.
νευριάζω, νευρίδιο, νευρίνη, νευρίτης (Ι), νευρίτιδα, νευριτικός, νευρώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νευροειδής, νευρόσπασμα, νευρόσπαστος
αρχ.
νευρόθλαστος, νευρόκαυλος, νευροκοπώ, νευρομήτραι, νευρόνοσος, νευρόπαχυς, νευροποιητικός, νευρορ(ρ)άφος, νευροσιδηρούς, νενροσπαδης, νευροστασία, νευροσύμφορος, νευροτενής, νευροτόμος
αρχ.-μσν.
νευροβάτης, νευρότρωτος
μσν.
νευρότμητος, νευροφάγος, νευροχαλαστικόν, νευροχονδρώδης. (Για συνθ. με Α' συνθετικό νεύρο που χρησιμοποιούνται στην επιστημον. ορολογία βλ. λ. νευρο-). (Β συνθετικό σε -νευρον) αρχ. επίνευρον, πολύνευρον
νεοελλ.
βούνευρο(ν). (Β' συνθετικό σε -νευρος) άνευρος
αρχ.
έκνευρος, κατάνευρος, λεπτόνευρος
νεοελλ.
πολύνευρος, τρίνευρος].