καμηλάτης

Revision as of 13:22, 10 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

(for Καμηλελάτης), ου, ὁ, A camel-driver, PBasel 2.2 (ii A.D.), BGU14 vi 12 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

καμηλάτης: ὁ, ἐν παπύρ. Βερολ. 34, Π. 5, εἰ ὑγιῶς ἔχει, ἀντὶ καμηληλάτης = καμηλίτης.

Greek Monolingual

καμηλάτης, ὁ (Α)
οδηγός καμήλας, καμηλιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμηλ-ελάτης (με απλολογία) < κάμηλος + -ελάτης (< ελαύνω), πρβλ. ιππελάτης, ταυρελάτης].

Translations

Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: kameeldrijver, kameeldrijfster; French: chamelier, chamelière; German: Kameltreiber, Kameltreiberin; Ancient Greek: καμηλάτης, καμηλάριος, καμηλίτης; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare