ῥυγχίον
English (LSJ)
τό, little snout, little muzzle, dim. of ῥύγχος, Ar.Ach.744, Theophil.8.2, POxy.108.5 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 850] τό, dim. von ῥύγχος, Ar. Ach. 709; Theophil. com. bei Ath. III, 95 a.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυγχίον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥύγχος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 774, Θεόφιλος ἐν «Παγκρατιαστῇ» 1.
Greek Monotonic
ῥυγχίον: τό, υποκορ. του ῥύγχος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥυγχίον: τό досл. хоботок, (у свиньи) рыльце Arph.