ἴτυς
English (LSJ)
[ῐ], υος, ἡ, in Hom. (only in Il.) always of the A felloe of a wheel, ὄφρα ἴτυν κάμψῃ Il.4.486 (made of poplar), cf. 5.724, PMasp.303.14 (vi A.D.); outer edge or rim of a shield, Hes.Sc.314, Hdt.7.89: hence, the round shield itself, Tyrt.15.3, E.Ion210 (lyr.), Tr.1197, X.An.4.7.12; ἴ. βλεφάρων arch of the eyebrows, Anacreont.15.17; ἀγκίστρων ἴ. AP6.28 (Jul.), cf. Opp.H.5.138; ἴ. τῆς πλευρᾶς border of rib, Gal.2.681; rim of joint-socket, Id.UP2.17; guard of trepan, Id.10.448. (Aeol. ϝίτυς Ter.Maur.658.)
German (Pape)
[Seite 1274] υος, ἡ (ἰέναι, vgl. auch ἰτέα), die Rundung, der Umkreis; bei Hom. der Kreis des Rades, die Felgen, Il. 4, 486. 5, 724; der Schildrand, Hes. Sc. 314; ἀσπίδας ἴτυς οὐκ ἐχούσας Her. 7, 89; geradezu der Schild, γοργωπὸν πάλλουσαν ἴτυν Eur. Ion 210; Troad. 1197; so auch Xen. An. 4, 7, 12 u. Mnasale. 3 (VI, 264). Bei Anacr. 15, 17, ἴτυς κελαινὴ βλεφάρων, der Bogen, die Wölbung der Augenbrauen.
Greek (Liddell-Scott)
ἴτυς: ἴδε ἐν τέλ., υος, ἡ, ὡς τὸ ἄντυξ, κύκλος ἢ περιθώριον κατεσκευασμένον ἐξ ἰτέας (πρβλ. ἰτέα) ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐπὶ τοῦ κύκλου ἢ τῆς περιφερείας τροχοῦ, ὄφρα ἴτυν κάμψῃ, «ἴτυν, ἁψῖδα· λέγει δὲ τὴν περιφέρειαν τοῦ τροχοῦ» (Σχόλ.) Τὰ τέσσαρα τεμάχια τὰ ἀποτελοῦντα τὸν κύκλον τοῦ τροχοῦ καὶ νῦν λέγονται ἁψῖδες, Ἰλ. Δ. 486, πρβλ. Ε. 724· ― ἡ ἐξωτάτη ἄκρα ἢ περιφέρεια τῆς ἀσπίδος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 314, Ἡρόδ 7. 89· ἢ αὐτὴ ἡ στρογγύλη ἀσπίς, Τυρταῖος 11, Εὐρ. Ἴων 210, Τρῳ 1197, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 7. 12· ― ἴτυς βλεφάρων, τὸ τοξοειδὲς καμπύλον τῶν ὀφρύων, Ἀνακρεόντ. 15. 17· ἀγκίστρων ἴτ. Ἀνθ. Π. 628, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 5. 138· ἴτ. τῆς πλευρᾶς, πλευρά, Γαλην. τ. 2. σ. 681. 9. ῐτῠς Ἰλ. ἔνθ᾽ ἀνωτ. ἀλλὰ ῑτέαι Φ. 350..
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
1 jantes formant le cercle d’une roue, cercle de roue;
2 bord d’un bouclier ; bouclier.
Étymologie: cf. ἰτέη.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-υος, η (Α ἴτυς)
1. η στεφάνη, η περιφέρεια ή το χείλος αντικειμένων με κυκλικό ή καμπυλωτό σχήμα, η άντυξ
2. το καμπύλο εσωτερικό θόλου ή αψίδας
αρχ.
1. στρογγυλή ασπίδα
2. (ειδ.) προφυλακτήρας του τρυπάνου
3. φρ. α) «ἴτυς βλεφάρων» — το καμπύλο, το κύρτωμα τών βλεφάρων
β) «ἴτυς πλευρών» — η πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fί-τυς, που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα wi- της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω» (πρβλ. ιτέα) και συνδέεται με λατ. viēre «στρέφω», αρχ. ινδ. vyayati «στρέφει», λιθουαν. veju «στρέφω». Η λ. εμφανίζει κατάλ. -τυς (< -tu- ή -tw-) που μαρτυρείται και σε αρχ. πρωσ. witway «ιτιά», αρχ. σλαβ. vĕtvĭ «κλαδί». Η λατ. λ. vitus «ίτυς» αντιστοιχεί ακριβώς προς τον τ. ἴτυς, αλλά είναι πιθ. να αποτελεί δάνειο].
Greek Monotonic
ἴτῠς: [ῐ], -υος, ἡ, κύκλος κατασκευασμένος από ιτιά (πρβλ. ἰτέα), λέγεται για την περιφέρεια ενός τροχού, σε Ομήρ. Ιλ.· εξωτερικό μέρος ή περιφέρεια ασπίδας, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κυκλική, στρογγυλή ασπίδα, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἴτῠς: υος (ῐ) ἡ
1) круг, окружность, обод, Hes.: ἴτυν κάμψαι Hom. согнуть колесом; ἀσπίδες ἴτυς οὒκ ἔχουσαι Her. щиты без (металлических) ободьев; ἐπιλαμβάνεσθαί τινος τῆς ἴτυος Xen. хватать кого-л. за край щита;
2) щит: γοργωπὸς ἴ. Eur. щит со страшным ликом (Медузы);
3) дуга, изгиб (βλεφάρων Anacr.; ἀγκίστρων Anth.).
Frisk Etymological English
-υος
Grammatical information: f.
Meaning: felloe, rim of a shield, also metaph., shield (Il.).
Derivatives: No deriv.
Origin: IE [Indo-European] [1120] *uei- bow, bend
Etymology: Aeol. Ϝίτυς (gramm.; cf. also Chantraine Gramm. hom. 1, 144) proves connection with ἰτέα, οἶσος, ἶρις, so prop. bowing (from where first willow?) as τυ-deriv. of a verb bow, twist in Lat. viēre bind, twist, Skt. vyáyati wind, wrap, envelop, ptc. vītá- (cf. Ϝῖ-ρις, Ϝι-τέα), Lith. vejù, výti, ptc. výtas (= Skt. vītá-), Slav., e. g. Russ. vjú, vítь turn, wind. With Ϝίτυς agrees exactly Lat. vitus felloe (with vitūtus provided with a felloe (concluded from βιτωτός Ed. Diocl.), but rather as a loan (W.-Hofmann s. v.). Also elsewhere there are traces of tu-derivv. both in Greek and in Balto-Slavic: ἰτέα, οἶσος; OPr. witwan willow, OCS větvь, Russ. vítvina twig, rod; direct connection with ἴτυς is however doubtful, cf. Porzig Satzinhalte 340. - Further cognates (e. g. Lat. vītis, OHG wīda willow, Lat. vīmen) W.-Hofmann s. vīeō, Vasmer Russ. et. Wb. s. vetvь und vítvina.
Middle Liddell
ἴ¯τῠς, υος, ἡ,
a circle made of willow (cf. ἰτέἀ; of the felloe of a wheel, Il.:— the edge or rim of a shield, Hes., Hdt.; the round shield itself, Eur., Xen.
Frisk Etymology German
ἴτυς: -υος
{ítus}
Grammar: f.
Meaning: Radfelge, Schildrand, auch übertr., Schild (ep. ion. seit Il.).
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology : Äol. ϝίτυς (Gramm.; vgl. auch Chantraine Gramm. hom. 1, 144) erweist Zusammenhang mit ἰτέα, οἶσος, ἶρις (s. auch ἴς), somit eig. Biegung (woraus zunächst Weide?) als τυ-Ableitung eines Verbs biegen, flechten in lat. viēre binden, flechten, aind. vyáyati winden, wickeln, hüllen, Ptz. vītá- (vgl. ϝῖρις, ϝι-τέα), lit. vejù, výti, Ptz. výtas (= aind. vītá-), slav., z. B. russ. vjú, vítь drehen, winden. Zu ϝίτυς stimmt genau lat. vitus Radfelge, wozu vitūtus mit einer Felge versehen (aus βιτωτός Ed. Diocl. zu entnehmen), aber wahrscheinlich als Entlehnung (W.-Hofmann s. v.). Auch sonst sind Spuren von tu-Ableitungen sowohl im Griechischen wie im Baltoslavischen vorhanden: ἰτέα, οἶσος; apr. witwan Weide, aksl. větvь, russ. vítvina Zweig, Rute; direkte Beziehung zu ἴτυς ist indessen zweifelhaft, vgl. Porzig Satzinhalte 340. — Weitere Verwandte (z. B. lat. vītis, ahd. wīda ‘Weide’, lat. vīmen) m. Lit. bei Bq, WP. 1, 223ff., W.-Hofmann s. vīeō, Vasmer Russ. et. Wb. s. vetvь und vítvina.
Page 1,743-744
-υος
{Ítus}
Grammar: m.
Meaning: Sohn des Tereus und der Prokne, die in eine Nachtigall verwandelt wurde (A., S., Ar.); aus dem Ruf der Nachtigall entstanden, vgl. S. El. 148 (lyr.): ἅ Ἴτυν αἰὲν Ἴτυν ὀλοφύρεται (zur Länge des υ vgl. Schulze Kl. Schr. 401); auch als Adj. in unklarer Bed. (metr. Inschr. aus Kappadokien; vgl. Ryba Rev. de phil. 57, 113ff. und ἴτυλος unten).
Derivative: Daneben mit suffixaler Erweiterung Ἴτυλος Sohn des Zethos und der Aëdon (τ 522; danach H. = μόνος, ὀρφανός, νέος, ἁπαλός; Pherekyd. 124 J.); auch Ἰτυμονεύς (Λ 672, A. R.)?;
Etymology : zur Bildung Boßhardt Die Nom. auf -ευς 97, Fraenkel Nom. ag. 1, 105 A. 1. Von Ἴτυς wohl auch ἴτυξ N. eines Vogels (Phot., Suid.); vgl. ὄρτυξ, ἴυγξ usw.
Page 1,744