δεσμεύω

Revision as of 09:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A fetter, put in chains, h.Bacch.17, E.Ba.616, Pl.Lg.808e; tie together, as corn in the sheaf, Hes.Op.481; δ. ἀγκάλας PLond.1.131r426 (ii A. D.); χόρτον PFlor.322.31 (iii A. D.); δ. ἔκ τινος bind fast to .., Plb.3.93.4, Apollod.2.1.3. II lay snares for, LXX 1 Ki.24.12.

German (Pape)

[Seite 550] binden, fesseln, H. A. 6, 17; Eur. Bacch. 616; Plat. Legg. XII, 808 d; zusammenbinden, die Garben, Hes. O. 479; λαμπάδας Pol. 3, 93.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμεύω: (δεσμὸς) δεσμεύω, βάλλω εἰς τὰ δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. 6. 17 Εὐρ. Βάκχ. 616, Πλάτ. Νόμ. 808D· δένω ὁμοῦ, οἷον στάχυς ἐν δεματίῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 479· δ. ἔκ τινος, δένω σφιγκτὰ εἴς τι…, Ἀπολλόδ. 2. 1, 3.– Παθ., δεσμευθεῖσα ἀλύτοις καμάτοις Ἐπιγρ. Ἑλλ. 737.

French (Bailly abrégé)

1 lier, enchaîner;
2 réunir en faisceaux, en gerbes.
Étymologie: δεσμός.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. δυσμ- PMil.Vogl.69A.30 (II d.C.)
1 atar, encadenar a pers. o anim. τίνα ... θεὸν δεσμεύεθ' ...; h.Bacch.17, με δεσμεύειν δοκῶν E.Ba.616, cf. X.Hier.6.14, I.AI 14.348, D.Chr.10.9, Lib.Or.14.19
c. ἐκ y gen. ἐκ τῆς ἐλαίας ἐδέσμευεν αὐτήν Apollod.2.1.3
en v. pas. c. dat. instrum. ἁλύσεσι σιδηραῖς ... ἐδεσμεύοντο los caballos de Diomedes, D.S.4.15, cf. Eu.Luc.8.29, D.C.63.9.6
fig. ref. a ligaduras no físicas ligar, trabar δεσμεύεις τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν me tiendes asechanzas para quitarme la vida LXX 1Re.24.12, cf. Anon.Gent.Ind.3.38, c. dat. instrum. (παῖδα) χαλινοῖς τισιν Pl.Lg.808e, τὰς τούτων (τῶν μειρακίων) ὁρμὰς ταῖς ἐπιμελείαις δεσμεύειν ... προσῆκεν convendría contener con cuidados sus impulsos (los de los jóvenes) Plu.2.12b, σώματα δεσμεύων ἐν ἀχαλκεύτοισι πέδῃσι Orph.H.85.4
c. otros giros prep., c. ἐν y dat.-loc. δ. ὕδωρ ἐν νεφέλαις LXX Ib.26.8, c. πρός y ac., de ligaduras mágicas Εὐφημίαν πρὸς φιλίαν ἐμοῦ ... δεσμεύσατε Suppl.Mag.45.17.
2 atar en gavillas o haces, agavillar χόρτον PHib.214.1 (III a.C.), SB 9409.(1).77 (III d.C.), δεσμεύοντες τὸν αὐτὸν χόρτον δέσμαις PFlor.322.31 (III d.C.)
c. ac. int. no etim., equiv. a δέσμας o ac. adverb. ἀντία δεσμεύων atando las gavillas de frente Hes.Op.481, δ. δράγματα atar o hacer gavillas LXX Ge.37.7, Iu.8.3, ἀγκάλας SB 9699.426 (I d.C.), μανδ(άκας) POxy.1049.8 (II d.C.), λαμπάδας δεσμεύειν ἐκ τῆς ξηρᾶς ... ὕλης atar antorchas hechas de leña seca Plb.3.93.4
atar en ristras τὰ ἁδρότατα αὐτῶν (τῶν σκόρδων) καὶ τὰ δεύτερα κατὰ γένος δεσμεύσας atando en ristras los ajos más tiernos y los de calidad inferior según el tipo, PSI 433.9 (III a.C.)
en las viñas, ref. a la acción de sujetar las vides con rodrigones τὰς κληματίδας OStras.677.13, 16 (II d.C.), ἀμπελινά PMil.Vogl.69B.19, SB 9386.4 (ambos II d.C.)
liar, atar usado fig. δεσμεύουσιν δὲ φορτία βαρέα ... καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων Eu.Matt.23.4.
3 engastar, engarzar en v. pas. λίθος ... ἐδεσμεύετο αὐτῷ (τῷ δακτυλίῳ) I.AI 19.185.

English (Strong)

from a (presumed) derivative of δεσμέω; to be a binder (captor), i.e. to enchain (a prisoner), to tie on (a load): bind.

English (Thayer)

(imperfect passive 3rd person singular ἐδεσμεύετο (T Tr WH)); (δεσμός);
a. to put in chains: T Tr WH; Sept. Euripides, Bacch. 616; Xenophon, Hier. 6,14; Plato, legg. 7, p. 808d.).
b. to bind up, bind together: φορτία, δράγματα, Hesiod, Works, 479, others)).

Greek Monolingual

(AM δεσμεύω) δεσμός
1. δένω
2. φυλακίζω
3. συγκρατώ, περιορίζω
νεοελλ.
1. επιβάλλω σε κάποιον δέσμευση νομική ή ηθική με έγγραφο, υπόσχεση, όρκο κ.λπ.
2. «δεσμεύονται οι καταθέσεις» — απαγορεύεται μετά από κρατική απόφαση η ανάληψη καταθέσεων με σκοπό ν' αντιμετωπιστούν έκτακτοι κίνδυνοι για την υπόσταση του κράτους ή της οικονομίας
αρχ.-μσν.
1. δένω (πλοίο στη στεριά)
μσν.
κρατώ κάτι ή κάποιον ακίνητο
αρχ.
1. περιορίζω, ελέγχω κάποιον
2. δένω, κάνω δεμάτια
3. δελεάζω, παγιδεύω.

Greek Monotonic

δεσμεύω: μέλ. -σω (δεσμός), βάζω σε δεσμά, φυλακίζω με αλυσίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· δένω, σφίγγω μαζί, δεματιάζω, όπως τα στάχυα στο δεμάτι, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δεσμεύω:
1) вязать, связывать (τινά HH, Eur.; λαμπάδας Polyb.);
2) связывать в снопы Hes.;
3) спутывать (τὰ ἐμπρόσθια σκέλη τῶν ἐλεφάντων Arst.);
4) досл. взнуздывать, перен. обуздывать (παῖδας χαλινοῖς τισι Plat.; τὰς ὁρμάς τινος Plut.);
5) привязывать (τὰς κύνας Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσμεύω [δεσμός] vastbinden, boeien;. χαλινοῖς δ. beteugelen Plat. Lg. 808e.

Middle Liddell

δεσμός
to fetter, put in chains, Hhymn., Eur.: to tie together, as corn in the sheaf, Hes.

Chinese

原文音譯:desmeÚw 得士渺哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:捆綁 相當於: (אָסַר‎)
字義溯源:作捆綁者,捆鎖,束縛,捆;源自(δεσμέω)=綁);而 (δεσμέω)出自(δεσμός)=鎖鏈), (δεσμός)出自(δέω)*=捆綁)。
同義字:1) (δεσμεύω)作捆綁者 2) (δεσμέω)綁 3) (δέω)捆綁
同源字:1) (δεσμεύω)作捆綁者 2) (δεσμέω)綁 3) (δέσμη)捆 4) (δέσμιος)俘虜 5) (δεσμός)鎖鏈 6) (δεσμοφύλαξ)獄卒 7) (δεσμωτήριον)囚禁的地方 8) (δεσμώτης)囚犯 9) (σύνδεσμος)聯絡,捆綁
出現次數:總共(2);太(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他們把⋯捆起來(1) 太23:4;
2) 捆鎖(1) 徒22:4