διάφωνος

Revision as of 12:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A discordant, inconsistent, ἱστορίαι D.S.4.55, cf. Plu.2.1039d, etc.; τινί with one, Luc.Cyn.16; especially in Music, διάφωνον ἕλκειν strike a false note, Damox.2.61, cf. Hp.Vict.1.18 (metaph. of tastes), etc.; opp. σύμφωνος, Euc.Sect.Can.Praef., Theo Sm.p.49H. Adv. -νως Plu.2.1137c: c.dat., S.E.M.7.170: metaph., δ. ἵστασθαι πρός τινα Phld.Rh.1.90S.

Greek (Liddell-Scott)

διάφωνος: -ον, ὁ παράφωνος, παραφωνίαν ἀποτελῶν, Διόδ. 4. 55· τινι Λουκ. Κυν. 16· διάφωνον ἕλκειν, μουσικὴ φράσις, Δαμόξ. Συντρ. 2. 61.- Ἐπίρρ. -ως, Κλήμ. Ἀλ. 404.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
discordant ; τινι qui ne s’accorde pas avec.
Étymologie: διά, φωνή.

Spanish (DGE)

-ον
I 1discrepante ἕτεραι (ἱστορίαι) D.S.4.55, τοιαῦτα ... διάφωνα τοῖς τῶν πολλῶν βουλήμασι Luc.Cyn.16
subst. τὸ διάφωνον op. τὸ σύμφωνον Hp.Alim.40
contradictorio, incoherente μηδὲν εἰπεῖν ἐναντίον ἑαυτῷ καὶ διάφωνον Plu.2.1039d, cf. 1003b, ὁ λόγος D.L.9.95
diferente δ. αὐτῶν ἡ τάξις Ach.Tat.Intr.Arat.18
subst. τὸ διάφωνον contradicción τὸ ὡσανεὶ δ. la aparente contradicción Didym.Gen.25.5.
2 mús. disonante τῶν φθόγγων τοὺς μὲν συμφώνους ὄντας, τοὺς δὲ διαφώνους Euc.Sect.Can.praef., φθόγγοι Aristid.Quint.10.1, Theo Sm.49, διαστήματα Anon.Bellerm.58
subst. τὸ δ. abstr. falta de armonía op. μέλος Aristox.Harm.25.18
concr. sonido discordante δ. ἕλκειν producir una nota discordante Damox.2.61, τὰ διάφωνα op. τὰ σύμφωνα en una comparación entre la música y la lengua como órgano del gusto, Hp.Vict.1.18.
II adv. -ως
1 en forma discrepante δ. ἵσταντα[ι] πρὸς τοὺς ἄνδρας Phld.Rh.2.151, τῷ ὑπάρχοντι S.E.M.7.170, cf. Hipparch.1.4.7, Clem.Al.Strom.1.21.141.
2 mús. en forma discordante πρὸς παρανήτην Plu.2.1137c.

Greek Monolingual

-ον (ΑΝ)
1. δυσάρεστος στην ακοή, παράφωνος
2. ασύμφωνος, ανακόλουθος, αντιφατικός.

Greek Monotonic

διάφωνος: -ον (φωνή), αυτός που διαφωνεί, ασύμφωνος, παράφωνος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διάφωνος:
1) не согласующийся, расходящийся во мнении Diod., Plut.;
2) несогласный (τινι Luc.).

Middle Liddell

διά-φωνος, ον adj φωνή
discordant, Luc.