πάρεγγυς

Revision as of 13:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

Adv. A near at hand, close by, ἐν τοῖς π. τόποις Arist.HA 605b25. 2 of time, near, λίαν π. εἶναι, i. e. in age, Id.Pol.1335a1; π. τινός following closely on... Id.GA773b9. 3 nearly alike, π. γενέσθαι Id.Metaph.1040b11; τὸ π. τῆς λέξεως Id.SE167a5; π. ταύτης (sc. τῆς πολιτείας) nearly resembling it, Id.Pol.1271b20, cf. Thphr.CP 6.17.9.

German (Pape)

[Seite 510] adv., nahe dabei, Arist. Pol. 7, 16, τινός, 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

πάρεγγῠς: Ἐπίρρ., παρὰ πολὺ πλησίον, ἐν τοῖς π. τόποις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1. 2) ἐπὶ χρόνου πλησίον, λίαν π. εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 3· π. τινος, ἀμέσως μετά τινα ..., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 3. 3) σχεδὸν ὁμοίως, π. γενέσθαι ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 16, 2· τὸ π. τῆς λέξεως ὁ αὐτ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5, 2· π. τῆς ... πολιτείας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 1.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῖς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.)
2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.)
3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύς].

Russian (Dvoretsky)

πάρεγγῠς:
I adv.
1) близко, в непосредственной близости (ἐν τοῖς π. τόποις Arst.);
2) весьма сходно (γενέσθαι Arst.).
II в знач. praep. cum gen.
1) близ (τινος Arst.);
2) сходно с (τῆς πολιτείας Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-εγγυς adv. nabij:. ταῖς ἡλικίαις... λίαν πάρεγγυς εἶναι in leeftijd zeer nabij staan Aristot. Pol. 1335a1. prep. met gen. vergelijkbaar met:. ἡ δὲ Κρητικὴ πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης de Kretenzische staatsinrichting staat daar dicht bij Aristot. Pol. 1271b20.