καθότι

Revision as of 17:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

Ion. κατότι, for καθ' ὅ τι (which shd. perhaps be written) A in what manner, IG12.24.8, al., Hdt.7.2, Th.1.82, etc.; καθότι γέγραπται as is written, SIG577.18 (Milet., iii/ii B.C.), etc.; so far as, inasmuch as, Plb.4.25.3, al.

German (Pape)

[Seite 1289] d. i. καθ' ὅτι, insofern, wofern, besser getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

καθότι: Ἰων. κατότι, ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ τι, ὁ μὲν Ἀρταβαζάνης, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη Ἡρόδ. 7. 2· καθότι (καθ’ ὅ τι) χωρήσει, πῶς θὰ προχωρήσῃ, τί τέλος θὰ λάβῃ, Θουκ. 1. 82· γνώμην ἐσενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον καθότι (καθ’ ὅ τι) ἄριστα ἡ πόλις οἰκήσεται· κατὰ τίνα τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 67, πρβλ. 4. 34., 5. 76· καθ’ ὅσον, Πολύβ. 18. 19, 5, κλ. Ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι νῦν γράφεται διῃρημένως.

French (Bailly abrégé)

conj.
1 comment, de quelle manière;
2 selon que, comme;
3 en ce que, en tant que ; dans la mesure où.
Étymologie: κατά, ὅ τι.

English (Strong)

from κατά; and ὅς and τὶς; according to which certain thing, i.e. as far (or inasmuch) as: (according, forasmuch) as, because (that).

English (Thayer)

(i. e. καθ' ὁ τί), according to what, i. e.
1. so far as, according as: Polybius 18,19 (36), 5; for כַּאֲשֶׁר, because that, because (cf. Winer's Grammar, § 53,8): L T Tr WH (for Rcc. διότι) in Polybius 18,21 (38),6).
3. as, just as: Baruch 6 (Epistle Jer.) Thucydides, et al.

Greek Monolingual

καθότι και καθ' ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ' ὅ,τι)
1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται»)
2. επειδή, διότι (α. «δεν τον άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ' ,τι < κατά + αναφ. αντων. ὅστις, ἥτις, ,τι].

Greek Monotonic

καθότι: Ιων. κατότι αντί καθ' ὅ τι, κατά ποιο τρόπο, με τί είδους τρόπο, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθότι: ион. κᾰτότι (чаще καθ᾽ ὅ τι) conj.
1) как, так как, поскольку (κ. πρεσβύτατος Her.);
2) как, соответственно: κ. προείρηται Diod. как раньше было сказано; κ. ἄν τις χρείαν εἶχεν NT насколько кто нуждался;
3) как, каким образом: εἰδέναι κ. χωρήσει Thuc. предвидеть, какой оборот примет дело.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθότι, ook καθ’ ὅ τι, Ion. κατ’ ὅ τι hoe:. εἰδέναι καθ ’ ὅ τι χωρήσει weten hoe het zal aflopen Thuc. 1.82.6. naarmate:. καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν naarmate men behoefte had NT Act. Ap. 2.45. gezien het feit dat:. κατ ’ ὅ τι πρεσβύτατος... εἴη gezien het feit dat hij de oudste was Hdt. 7.2.3.

Middle Liddell


for καθ' ὅ τι, in what manner, Hdt., Thuc.

Chinese

原文音譯:kaqÒti 卡特-哦-提
詞類次數:副詞 連詞(5)
原文字根:向下-這-任何 相當於: (כֵּן‎ / לָכֵן‎) (פֶּה‎)
字義溯源:照那確事,按照,照,因,因著,以致;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ὅς / ὅσγε)*=那)及(τὶς)*=有些)組成。參讀 (καθάπερ / καθώσπερ)同義字
出現次數:總共(6);路(2);徒(4)
譯字彙編
1) 照(2) 徒2:45; 徒4:35;
2) 因(2) 路19:9; 徒2:24;
3) 因為(2) 路1:7; 徒17:31