δασύκνημος

Revision as of 11:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

Dor. -κναμος, ον, A shaggy-legged, Πάν AP6.32 (Agath.); γέρων Nonn.D.13.45.

German (Pape)

[Seite 524] mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύκνημος: -ον, ὁ ἔχων δασείας, κεκαλυμμένας διὰ τριχῶν κνήμας, Ἀνθ. Π. 6. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux jambes velues.
Étymologie: δασύς, κνήμη.

Spanish (DGE)

(δᾰσύκνημος) -ον
• Alolema(s): dór. -κνᾱμος AP 6.32 (Agath.)
de pantorrillas velludas Πάν AP l.c., γενέθλη de los Silenos, Nonn.D.13.45
velludo Πᾶνες ... ποσσὶ δασυκνήμοισι περισκαίροντες Nonn.D.9.203.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύκνημος, -ον
Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)
αυτός που έχει κνήμες με πυκνές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -κνημος < κνήμη «η γάμπα»].

Greek Monotonic

δᾰσύκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύκνημος: с мохнатыми голенями, мохноногий (Πάν Anth.).

Middle Liddell

κνήμη
shaggy-legged, of Pan, Anth.