ἐχέκολλος

Revision as of 12:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A glutinous, sticky, Hp.Art.33 (Comp.); πηλός Plu.2.966d; τὸ ἐχέκολλον ib.735f; ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη takes glue best, Thphr.HP5.6.2. Adv. -λως Dsc.5.153.

German (Pape)

[Seite 1124] Leim haltend, zusammenleimend; πηλός Plut. sol. an. 10; a. Sp.; τὸ ἐχέκολλον, der Leim, Plut. frat. amor. 7. – Adv., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέκολλος: -ον, πλήρης κόλλης, ῥητινώδης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· ἐλάτη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5.6, 2· πηλοῦ ἐχεκόλλου Πλούτ. 2. 966D· τὸ ἐχέκολλον, ἡ κόλλα, αὐτόθι 735Ε. -Ἐπιρρ. -λως, Διοσκ. 5. 172.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui colle, gluant ; τὸ ἐχέκολλον glu.
Étymologie: ἔχω, κόλλα.

Greek Monolingual

ἐχέκολλος, -ον (Α)
1. γεμάτος κόλλα, κολλώδης, ρητινώδης («ἐχέκολλον μάλισταπεύκη», Θεόφρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐχέκολλον
η κόλλα.
επίρρ...
ἐχεκόλλως (Α)
κολλητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + κόλλα.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέκολλος: клейкий, липкий (πηλός Plut.).