ὠμόθυμος

Revision as of 12:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A savage-hearted, S.Aj.885 (lyr.), Ph.2.15, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόθῡμος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 885, Φίλων 2. 15, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur dur ou cruel.
Étymologie: ὠμός, θυμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].

Russian (Dvoretsky)

ὠμόθῡμος: жестоконравный, суровый Soph.