τραγοσκελής

Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ές, A goat-shanked, applied to Pan, Hdt.2.46, Duris 21 J., Luc.DDeor.22.2, App.Anth.6.191, etc.

German (Pape)

[Seite 1133] ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοσκελής: -ές, ὁ ἔχων τράγου σκέλη, ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἡρόδ. 2. 46, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 2, Ὕμν. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 124Β, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à jambes ou à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που έχει σκέλη τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ιππο-σκελής].

Greek Monotonic

τρᾰγοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγοσκελής: козлоногий (Πάν Her., Luc.).

Middle Liddell

τρᾰγο-σκελής, ές σκέλος
goat-shanked, Hdt., Luc.