ἀγχόνιος

Revision as of 14:09, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

α, ον, A fit for strangling, βρόχος E.Hel.686; δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόνιος: -α, -ον, (ἄγχω) κατάλληλος δι’ ἀπαγχόνισιν, βρόχος, Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): δεσμός, Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à étrangler, à étouffer.
Étymologie: ἀγχόνη.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que sirve para ahorcar, estrangular, βρόχος E.Hel.686, δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

Greek Monotonic

ἀγχόνιος: -α, -ον (ἄγχω), κατάλληλος για απαγχονισμό· βρόχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχόνιος: служащий для удушения (βρόχος Eur.).

Middle Liddell

ἄγχω
fit for strangling, βρόχος Eur.