ἐκτεφρόομαι
Spanish (DGE)
reducirse a cenizas τὸ δ' ἐκτεφρωθὲν τῆς γῆς Timae.58, cf. Plu.2.696b, οὕτως γὰρ οὐκ ἐκτεφροῦται (λίβανος) Dsc.1.68.4, fig., de la bilis, Alex.Trall.1.419.23
•fig. τοὺς θεωνύμους ὅλους de Luciano App.Anth.3.224.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτεφρόομαι: превращаться в пепел Plut.