φιλονικέω

Revision as of 16:59, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

English (LSJ)

A to be fond of victory, engage in rivalry, be contentious, mostly in bad sense, φρονήματι φιλονικῶν ἠναντιοῦτο out of contentiousness, party spirit, Th.5.43 (-νεικ- codd.), cf. Lys.22.8 (-νεικ- codd.); φιλονικοῦντας, ἀλλ' οὐ ζητοῦντας τὸ προκείμενον Pl.Grg.457d, cf. R.499e, Lys.33.4 (-νεικ- codd.); οἵτινες . . νενικηκότες ἤδη . . οὕτω φιλονικοῦσιν (v.l. -νεικ-) , ὥστε . . X.HG6.3.16: of the state, φ. παρὰ τὸ ἐπιεικές Democr.252; φ. ἄνευ γνώμης Thrasym.1.—Constr., abs., v. supr.; φ. περὶ παιδικῶν πρὸς ἀλλήλους Lys.3.40 (-νεικ- codd.); πρὸς ἀρετήν Pl.Lg.731a; οὐ πρός γε αὐτὸ τοῦτο ( add. codd. opt.) φιλονικοῦμεν, ὅπως . . Id.Phlb.14b; φ. περὶ πάντων, περὶ κάλλους, Isoc.2.25, 10.48; ἀριστείων πέρι Pl.Lg.935c, cf. D.5.25: simply c. acc., φ. τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον to be eager that I should be the answerer, Pl.Prt.360e; the acc. is mostly a neut. Adj., τὰ χείρω φ. to be so obstinate as to choose the worst, Th.5.111 (-νεικ- codd.); μηδὲν φιλονίκει D.20.144 (-νεικ- codd.); φ. ὅπως . . X.Mem.2.3.17: c. inf., φ. ἐπιδεῖξαι Plu.Pomp.31; ἐφιλονίκησαν (v.l. -νεικ-) αὐτούς is dub. in Arist.Pol.1306b1. 2 in good sense, ἁμιλλώμενοι καὶ φ. X. Cyr.1.4.15; περὶ καλλίστων φ. Isoc.4.85; φ. ὅπως . . Id.5.113.

German (Pape)

[Seite 1283] den Sieg lieben, nach dem Vorrange streben; Isocr. 4, 85 nach Bekker, vulg. -νεικέω; auch sonst als v.l. hiervon.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλονικέω: -νικία, -νικος, ἴδε ἐν λέξει φιλόνεικος, ἐν τέλει.