λιπομαρτυρίου
English (LSJ)
δίκη, action A against a witness for non-appearance, Poll.8.36, cf. D.49.19, Lys.Fr.321 S.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπομαρτυρίου: δίκη, ἀγωγὴ ἐναντίον μάρτυρος μὴ ἐμφανισθέντος, Δημ. 1190. 7· ἴδε Λυσ. παρὰ Φωτ., Πολυδ. Η΄, 36, Att. Process, σ. 185· ― πρβλ. λιποστράτιον.
Russian (Dvoretsky)
λῐπομαρτῠρίου: δίκη ἡ юр. жалоба на неявку свидетеля или на отказ от обещанных свидетельских показаний Dem.