προφυλάσσω

Revision as of 19:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

Att. προφυλάττω, A keep guard before a place or house, c. acc., νηόν h.Ap.538 (in Ep. imper. form προφύλαχθε, for προφυλάσσετε), cf. X.Mem.2.7.14: c. gen., Id.Hier.6.10: abs., to be on guard, keep a look-out, τὴν προφυλάσσουσαν (sc. νέα) ἐπὶ Σκιάθῳ Hdt.8.92, cf. 7.179, Ar.Ach.1146 (anap.), Th.2.93:—Med., to be on one's guard, take precautions, προεφυλάξατο ὅσα ἐδύνατο μάλιστα Hdt.1.185, cf. Th.6.38: c. acc., to be on one's guard or take precautions against, Hdt.7.176, cf.9.99, X.HG5.3.5, Mem.1.4.13. II later Act. is used like Med., take precautions against, τὰ τοῦ σώματος κινήματα Plu.2.129a.

German (Pape)

[Seite 798] att. -ττω, wovor Wache halten, bewachen; νηὸν προφύλαχθε statt προφυλάσσετε, H. h. Apoll. 538; Ar. Ach. 1111; absolut, ἔνθα ἔσαν προφυλάσσουσαι νέες τρεῖς, Her. 7, 179, vgl. τὴν προφυλάσσουσαν ἐπὶ Σκιάθῳ, das Vorpostenschiff bei Skiathos, 8, 92; οὔτε γὰρ ναυτικὸν ἦν προφυλάσσον ἐν τῷ Πειραιεῖ οὐδέν, Thuc. 2, 93; c. accus., Xen. Mem. 2, 7, 14 u. Folgde; auch c. gen., αὐτῶν τῶν φυλάκων προφυλάττουσιν οἱ νόμοι, Xen. Hier. 6, 10. – Med. sich vorher wovor hüten; τὰ βέλη, Xen. Hell. 5, 3, 5; λιμόν, Mem. 1, 4, 13; absol., Her. 1, 185; Thuc. 6, 38; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

προφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. ξω·- εἶμαι φύλαξ, φρουρὸς τόπου τινὸς ἢ οἰκίας, μετ’ αἰτ., προφυλάττω τι, νηὸν Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 538 (ἐν τῷ σπανίῳ τύπῳ τῆς προστακτ. προφύλαχθε, ἀντὶ προφυλάσσετε, ἀνθ’ οὗ ὁ Schneidew. εἴκασε πεφύλαχθε), πρβλ. Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 7, 14· ὡσαύτως, προφυλάσσειν ἐπί τινι, τηρεῖν φυλακήν, φρουρεῖν τινα ἢ τόπον τινά, Ἡρόδ. 8. 92· καὶ μετὰ γεν., Ξεν. Ἱέρ. 6. 10. - ἀπολ., ἀγρυπνῶ, φυλάττω (πρβλ. προφύλαξ), φρουρῶ, προσέχω, ἡ προφυλάσσουσα (ἐνν. ναῦς) = προφυλακίς, Ἡρόδ. 7. 179., 8. 92, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1146, Θουκ. 2. 93. - Μέσ., φυλάττω ἐμαυτόν, προφυλάσσομαι, λαμβάνω προφυλακτικὰ μέτρα, προεφυλάξατο ὅσα ἐδύνατο μάλιστα Ἡρόδ. 1, 185, πρβλ. 9. 99, Θουκ. 6. 38· - μετ’ αἰτ., προφυλάττομαι, λαμβάνω προφυλακτικὰ μέτρα, ἐναντίον τινός, Λατ. cavere, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. Ξενοφ. Ἑλλ. 5. 3, 5, Ἀπομν. 1. 4, 13. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει ὡς τὸ μέσ., προφυλάττομαι, «λαμβάνω τὰ μέτρα μου» ἐναντίον τινός, τὰ τοῦ σώματος κινήματα... μὴ προλαμβάνειν μηδὲ προφυλάττειν Πλούτ. 2. 129Α, πρβλ. Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σελ. 1.

French (Bailly abrégé)

1 veiller à la défense de, veiller sur, acc., ἐπί τινι, gén.;
2 prendre des précautions contre, veiller à, acc.;
3 être de garde en avant, être en vedette ; particul. croiser en observation devant un port;
Moy. προφυλάσσομαι se prémunir contre, acc..
Étymologie: προφυλάσσω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α
1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώπροφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.)
2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β. «προφυλάξατο ὅσα ἐδύνατο μάλιστα», Ηρόδ.)
3. (το μέσ.) προφυλάσσομαι και προφυλάγομαι και προφυλάττομαι
φυλάγω τον εαυτό μου, παίρνω προφυλάξεις, φροντίζω για τον εαυτό μου («να προφυλάγεσαι από κρυολογήματα»
αρχ.
παίρνω προφυλακτικά μέτρα, παίρνω μέτρα για να προλάβω ή να αποτρέψω έναν κίνδυνο («προφυλάττεσθαι ἤ λιμὸν ἤ δίψος», Ξεν.).

Greek Monotonic

προφῠλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, είμαι φύλακας μπροστά από, φρουρώ έναν τόπο ή μια οικία, με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν. (με Επικ. προστ. βʹ πληθ. προφύλαχθε, αντί προφυλάσσετε), σε Ξεν.· προφυλάσσειν ἐπί τινι, φρουρώ ένα πρόσωπο ή έναν τόπο, σε Ηρόδ.· απόλ., φυλάσσω, αγρυπνώ, ἡ προφυλάσσουσα (ενν. ναῦς) = προφυλακίς, στον ίδ. — Μέσ., βρίσκομαι σε επιφυλακή, προφυλάσσομαι, λαμβάνω προφυλακτικά μέτρα, μέτρα προφύλαξης, στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή παίρνω προφυλακτικά μέτρα, στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή παίρνω προφυλακτικά μέτρα ενάντια σε, Λατ. cavere, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προφῠλάσσω: атт. προφυλάττω (эп. HH 2 л. praes. imper. προφύλαχθε)
1) стоять на страже, охранять (τι HH и τινός Xen.): ἡ προφυλάσσουσα (ναῦς) Her. сторожевое судно;
2) преимущ. med. беречься, быть настороже, т. е. предотвращать (προφυλάσσεσθαι τὰ βέλη Xen.; π. τοῦ σώματος προπαθείας Plut.): πρὶν ἐν τῷ παθεῖν ὦμεν, προφυλάξασθαι Thuc. принять меры предосторожности прежде, чем попадем в беду.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to keep guard before, to guard a place or house, c. acc., Hhymn. (in the epic 2nd pl. imperat. προφύλαχθε, for προφυλάσσετἐ, Xen.; προφυλάσσειν ἐπί τινι to keep guard over a person or place, Hdt.:—absol. to be on guard, keep watch, ἡ προφυλάσσουσα (sc. ναῦσ) = προφυλακίς, Hdt.: —Mid. to guard oneself, to be on one's guard, take precautions, Hdt., Thuc.:—c. acc. to be on one's guard or take precautions against, Lat. cavere, Hdt., Xen.