χειρόμαντις
English (LSJ)
εως, ὁ, A diviner by palmistry, fortune-teller, Poll.2.152.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, ἡ, aus der Hand und den Linien derselben weissagend, Poll. 2, 152.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόμαντις: ὁ, ὁ μαντευόμενος, προλέγων τὰ μέλλοντα διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν τομῶν ἢ γραμμῶν τῆς παλάμης τῆς χειρός, Πολυδ. Β΄, 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
-άντεως, ο, ΝΑ, θηλ. χειρομάντις, -ιδος, Ν
(λόγιος τ.) ο χειρομάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μάντις.