χειρόμαντις

Revision as of 19:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

εως, ὁ, A diviner by palmistry, fortune-teller, Poll.2.152.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, ἡ, aus der Hand und den Linien derselben weissagend, Poll. 2, 152.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόμαντις: ὁ, ὁ μαντευόμενος, προλέγων τὰ μέλλοντα διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν τομῶν ἢ γραμμῶν τῆς παλάμης τῆς χειρός, Πολυδ. Β΄, 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monolingual

-άντεως, ο, ΝΑ, θηλ. χειρομάντις, -ιδος, Ν
(λόγιος τ.) ο χειρομάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μάντις.