οἰοπολέω

Revision as of 10:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

A roam alone, E.Cyc.74(lyr.): c. acc. loci, roam over, of shepherds, ὄρεος ῥάχιν οἰ. AP7.657 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰοπολέω: (οἰοπόλος) βόσκω πρόβατα, ὅθεν, περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Εὐρ. Κύκλ. 74· - μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, περιπατῶ, οἰ. ὄρεος ῥάχιν Ἀνθ. Π. 7. 657.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre solitaire ; avec l’acc., errer solitaire à travers.
Étymologie: οἰοπόλος².

Greek Monotonic

οἰοπολέω: μέλ. -ήσω (οἰοπόλος), φυλάω, βόσκω πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, τριγυρίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἰοπολέω:
I οἰοπόλος I] жить в одиночестве, одиноко скитаться Eur.
II οἰοπόλος II] пасти: οἰ. τὴν ὄρεος ῥάχιν αἶγας καὶ ὄϊς Anth. пасти коз и овец у подножия горы.

Middle Liddell

οἰοπολέω, fut. -ήσω οἰοπόλος
to tend sheep, to roam the mountains, Eur.:—c. acc. loci, to roam over, Anth.