πολύδονος

Revision as of 07:55, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

ον, A much-driven, πλάνη A.Pr.788.

German (Pape)

[Seite 662] viel bewegt, πλάνη, viel herumgetrieben, Aesch. Prom. 790.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδονος: -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, πολυκλόνητος, πλάνη Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'agite beaucoup.
Étymologie: πολύς, δονέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο πολυδόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δονος (< δονῶ), πρβλ. οιστρό-δονος].

Greek Monotonic

πολύδονος: -ον (δονέω), πολύ δονούμενος, πολυκλόνητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύδονος: полный блужданий, т. е. неспокойный, бурный (πλάνη Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδονος -ον [πολύς, δονέω] met veel omzwervingen. πολύδονον πλάνην φράσω ik zal uw langdurige zwerftocht beschrijven Aeschl. PV 788.

Middle Liddell

πολύ-δονος, ον, δονέω
much-driven, Aesch.

English (Woodhouse)

wandering