φωνασκία

Revision as of 08:10, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

ἡ, A practice of the voice, declamation, D.18.280, Thphr.HP9.9.2 (pl.), Phld.Acad.Ind. p.4 M., Sor.1.23 (pl.), Aret.CD2.6.

German (Pape)

[Seite 1322] ή, Uebung der Stimme, Stimmfertigkeit, λόγων ἐπίδειξίν τινα καὶ φωνασκίας βουλόμενος ποιήσασθαι Dem. 18, 280; Uebung im Singen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

φωνασκία: ἡ, ἄσκησις, τῆς φωνῆς, ἄσκησις εἰς ἀπαγγελίαν, Δημ. 319, 9, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de s'exercer au chant ou à la déclamation, soin qu’on prend de sa voix en suivant un régime convenable.
Étymologie: φωνασκός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φωνασκῶ
νεοελλ.
πολύ δυνατή φωνή ή συζήτηση με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
η τέχνη άσκησης της φωνής στην απαγγελία ή στο τραγούδι.

Greek Monotonic

φωνασκία: ἡ, άσκηση της φωνής, απαγγελία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φωνασκία: ἡ упражнение голосовых средств, развитие голоса Dem.

Middle Liddell

φωνασκία, ἡ,
practice of the voice, declamation, Dem.

English (Woodhouse)

training of the voice, voice production