μεσουράνησις

Revision as of 11:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

εως, ἡ, A culmination, Str.2.1.18 (pl.), Gem.2.21, al., Ptol.Alm.8.4 (pl.), Plot.3.1.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 140] ἡ, das Culminiren der Sonne um Mittag, auch die Mittagslinie, Strab. II, 75 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεσουράνησις: ἡ, ἡ τοῦ ἡλίου θέσις ἐν τῷ μεσημβρινῷ, Στράβ. 75.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
arrivée d'un astre, particul. du soleil, au méridien.
Étymologie: μεσουρανέω.

Greek Monotonic

μεσουράνησις: ἡ (οὐρανός), η θέση του ήλιου στον ουρανό κατά το μεσημέρι, σε Στράβ.

Middle Liddell

μεσ-ουράνησις, ιος, ἡ, οὐρανός
the sun's place in meridian, Strab.