παράλιμνος

Revision as of 12:04, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ον, A lying by lakes or marshes, Plu.2.951f.

German (Pape)

[Seite 487] an Seen, Teichen, Sümpfen befindlich, Plut. pr. frig. 16.

Greek (Liddell-Scott)

παράλιμνος: -ον, ὁ κείμενος πλησίον λίμνης, Πλούτ. 2. 951Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
voisin d'un lac.
Étymologie: παρά, λίμνη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη, παραλίμνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λίμνη (πρβλ. εύλιμνος)].

Russian (Dvoretsky)

παράλιμνος: находящийся у болота или на болоте (τῶν τόπων τὰ παράλιμνα Plut.).