πολύσταχυς

Revision as of 12:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

υ, gen. υος, A rich in ears of corn, Δάματερ Theoc.10.42; ὕψος τοῦ φυτοῦ τετράπηχυ, π. καὶ πολύκαρπον Str.15.1.18.

German (Pape)

[Seite 673] υ, vielährig, ährenreich; Theocr. 10, 42; Strab. XV u. Sp.; πολυσταχής, f. L.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
chargé d'épis.
Étymologie: πολύς, στάχυς.

Greek Monolingual

-υ, ΜΑ
αυτός που έχει πολλά στάχια («Δάματερ πολύσταχυ», θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στάχυς (πφλ. μεγαλό-σταχυς)].

Greek Monotonic

πολύστᾰχυς: -υ, πλούσιος σε στάχυα σταριού, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύσταχυς -υ [πολύς, σταχύς] rijk aan aren ( epithet van Demeter).

Russian (Dvoretsky)

πολύστᾰχῠς: υος adj. богатый колосьями (Δαμάτηρ Theocr.).

Middle Liddell

πολύ-στᾰχυς, υ,
rich in ears of corn, Theocr.