περίτρανος

Revision as of 15:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, very distinct, Antig.Mir.45; περίτρανα λαλεῖν Plu. 2.4a; of an orator, very lucid, Phld.Rh.1.336S. Adv. -νως, λαλεῖν, λέγειν, M.Ant.8.30, EM729.31.

German (Pape)

[Seite 597] sehr deutlich; Sp., wie Plut., περίτρανα λαλεῖν, de educ. lib. 5; – auch περιτρανής, ές, wie das adv. περιτρανῶς M. Ant. 8, 30 zeigt.

Greek (Liddell-Scott)

περίτρᾱνος: -ον, λίαν διακεκριμένος, σαφῶς ἀκουόμενος, Συνέσ. 15Β, κτλ.· περίτρανα λαλεῖν Πλούτ. 2. 4Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ― Ἐπίρρ. -νως. Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 80, Ἐτυμολ. Μέγ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le son très clair, clair, très net.
Étymologie: περί, τρανός.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτρανος, -ον ΝΜΑ
απόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ»)
νεοελλ.
φημισμένος, περίφημος
μσν.-αρχ.
αυτός που ακούγεται καθαρά
αρχ.
φρ. «περίτρανα λαλώ» — μιλώ με τέλεια άρθρωση.
επίρρ...
περιτράνως ΝΜΑ και περίτρανα Ν
με απόλυτη σαφήνεια και πειστικότητα
αρχ.
με πολύ δυνατή και καθαρή φωνή.

Russian (Dvoretsky)

περίτρᾱνος: весьма ясный: Ἑλληνικὰ καὶ περίτρανα λαλεῖν Plut. говорить на ясном греческом языке.