πλησιότης

Revision as of 15:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ητος, ἡ, neighbourhood, A.D.Adv.161.23, Phlp.in Mete.60.9, EM651.32.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ πλησίον, γειτονία, Α. Β. 571, Ἐτυμολ. Μέγ. 651. 32.

Greek Monolingual

-ητος, Α πλησίος
η ιδιότητα του να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίασηἐπίρρημα σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.).