προβιβρώσκω
English (LSJ)
eat first, ἢν -βεβρώκῃ ὥνθρωπος Aret.SA2.2:— Pass., προβρωθέντα φύλλα Dsc.3.45, cf. 1.125.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προβιβρώσκω: βιβρώσκω, καταβροχθίζω πρότερον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 2.
Greek Monolingual
Α
καταβροχθίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βιβρώσκω «τρώγω»].