σκιμβάζω

Revision as of 18:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

halt, limp, Ar.Fr.853; cf. κιμβάζω, ὀκιμβάζω.

German (Pape)

[Seite 899] att. statt κιμβάζω, ὀκιμβάζω, hinken, hocken, niederkauern, B. A. 452, Ar. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμβάζω: χωλαίνω, ὀκλάζω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 678· ὡσαύτως κιμβάζω, ὀκιμβάζω, Ἡσύχ., ὅστις ἀναφέρει καὶ τὸ ἐπίθετον σκιμβός, ή, όν, χωλός, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 254.

Greek Monolingual

και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α
λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω.

Russian (Dvoretsky)

σκιμβάζω: хромать, ковылять Arph.