συνεκπεπαίνω

Revision as of 19:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

help to ripen, Plu.2.700f.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich reif machen, pass. mit reif werden, Plut. Symp. 7, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπεπαίνω: βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς ὡρίμασιν, περὶ τῶν ἀγρίων ἐρινεῶν τῶν περιαπτομένων ταῖς ἡμέροις συκαῖς, Πλούτ. 2. 700F.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι εντελώς ώριμο συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπεπαίνω «κάνω κάτι να ωριμάσει τελείως»].

Russian (Dvoretsky)

συνεκπεπαίνω: доводить до созревания (τὸν καρπόν Plut.).