φανδόν

Revision as of 19:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv. openly, Hdn.Gr.1.509.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. απροκάλυπτα, φανερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από τα ἀνα-φανδόν, ἐξανα-φανδόν (< θ. φαν- του φαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δόν), πρβλ. σχε-δόν].